Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

Εἰκόνες της Παναγίας

Βυζαντινές Εικόνες της Θεοτόκου

της Πόπης Χαλκιά-Στεφάνου

Το υπερύμνητο όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου ύμνησε με το χρωστήρα του μία πλειάδα αγιογράφων της Ορθοδοξίας και ιστόρησε εκπάγλου ωραιότητας Εικόνες, άλλοτε παριστάνοντας την Αειπάρθενο Μαρία μόνη, χωρίς το μικρό Ιησού και άλλοτε κρατώντας στα γόνατα της το Μονογενές Της τέκνο.

Οι σπουδαιότερες Βυζαντινές Εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι:

1. Η Δεομένη. Η απεικόνιση της Θεοτόκου Δεομένης προέρχεται από το γνωστό τύπο των κατακομβών, ο οποίος στους χώρους αυτούς έγινε αρχικά το σύμβολο της δεομένης ψυχής. Εδώ η Παρθένος ιστορείται όρθια σε μετωπική απεικόνιση με υψωμένας τας Χείρας Της προς τον Ουρανό, σε στάση δεητική. Δέεται στον Παντοκράτορα υπέρ της Εκκλησίας, των πιστών χριστιανών και όλων των απογόνων του Αδάμ. Η απεικόνιση της Θεοτόκου Δεομένης παριστάνεται ακόμη και εστραμμένη πλαγίως προς τον Ιησού Χριστό, όπως στο Τρίμορφο του τέμπλου και στην παράσταση, τη λεγόμενη Θεοτόκος η Παράκλησις. Ο εικονογραφικός τύπος της Δεήσεως επικρατεί και έχει ευρεία διάδοση κυρίως στους βυζαντινούς χρόνους.

2. H Πλατυτέρα. Είναι επίσης πολύ προσφιλής ο τύπος αυτός στην Ορθόδοξη αγιογραφία. Την ονομασία της οφείλει στο Μεγαλυνάριον της Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου, «την σην μήτραν θρόνον εποίησεν∙ και την σην γαστέρα πλατυτέρα των ουρανών απειργάσατο». Η Πλατυτέρα εικονίζεται συνήθως στο τεταρτοσφαίριον της κόγχης του Ιερού Βήματος, προφανώς συμβολικά, επειδή με τη σάρκωση του Λόγου του Θεού η Θεοτόκος κατέστη «η γέφυρα η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν»

Κατέστη «η κλίμαξ επουράνιος, δι' ής κατέβη ο Θεός», και στο τεταρτημόριον της κόγχης που έχει τη μορφή της φάτνης – Πλατυτέρας η οποία εχώρεσε τον κόσμον όλον· ούτω έλαμψεν η χαρά στον κόσμον Για τούτο σε κάποιους ναούς επιγράφεται Η Πάντων Χαρά.

Η Πλατυτέρα εικονίζεται συνήθως ολόσωμη, όρθια σε μετωπική απόδοση με το Θείο Βρέφος στην μητρική Της αγκάλη· άλλοτε πάλι ημίσωμη, αλλά πάντοτε κατ’ ενώπιον, με τάς Χείρας εκτεταμένας κατά τον τύπο της Δεομένης· μπροστά στο στήθος ενίοτε φέρει μετάλλιον, όπου ιστορείται ο Χριστός ως Εμμανουήλ, νέος και αγένιος. Η απεικόνιση αυτή αποτελεί το γνωστό τύπο της Παναγίας της Βλαχερνιώτισσας, η οποία έλαβε το όνομα αυτό από την Εικόνα, που ιδιαιτέρως ετιμάτο στον Ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη.

Άλλοτε πάλι εικονίζεται ολόσωμη, καθημένη επί θρόνου αυστηρή και αλύγιστη κρατούσα τον Ιησού παιδίον στα γόνατά Της. Αλλά και η ένθρονος Βρεφοκρατούσα είναι επίσης παλαιός τύπος.

3. Η Οδηγήτρια. Ο εικονογραφικός τύπους της Παναγίας της Οδηγήτριας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στην Ορθόδοξη τέχνη. Εδώ η Θεοτόκος εικονίζεται κατά το άνω ήμισυ, Βρεφοκρατούσα με ελαφρώς εστραμμένο τον κορμόν προς τα αριστερά, όπου κρατεί με τη αριστερή Χείρα τον Ιησού Βρέφος (Αριστεροκρατούσα), ενώ υψώνει τη δεξιά εμπρός στο στήθος Της. Την ονομασία της έλαβε από την Εικόνα που εφυλάσσετο στη Μονή Οδηγών στην Κωνσταντινούπολη και η Οποία κατά την Παράδοση ιστορήθηκε από τον ευλογημένο χρωστήρα του Ευαγγελιστού Λουκά. 

Η Εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, που εθεωρείτο Ιερόν Παλλάδιον, ελιτανεύετο κατά τις τελετές και τις εορτές και κατά τις μάχες περιεφέρετο ανάμεσα στο στράτευμα· ενώ κάθε Τρίτη ημέρα της εβδομάδος περιεφέρετο ανά την Πόλη, στηριζομένη επάνω των πιστών χριστιανών. Η ίδια εικόνα απέτρεψε τους εχθρούς της αυτοκρατορίας κατά τον ΙΒ' αιώνα και την έθεσε επικεφαλής του θριάμβου του ο Μιχαήλ ο Παλαιολόγος κατά την είσοδό του με την ανακατάλυψη της Βασιλεύουσας από τους Βυζαντινούς το 1261. 

Στον εικονογραφικό τύπο της Παναγίας της Οδηγήτριας η Θεοτόκος φέρει υψηλόφρονα έκφραση και ελαφρύ μειδίαμα, σαν να σηματοδοτεί τη νίκη και τη δόξα, είναι η Θεοτόκος της νίκης και της δόξας. Ο Τύπος αυτός εμφανίζει αργότερα και την παραλλαγή της Παναγίας της Δεξιοκρατούσας. Τον ίδιο τύπο ακολουθούν και οι λεγόμενες αχειροποίητες Εικόνες της Θεομήτορος, για τις οποίες η πρώτη αναφορά γίνεται τον 6ον μ. Χ. αιώνα με την αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία έστειλε την Εικόνα αυτή στη θυγατέρα της Πουλχερία. Ιδιαίτερη επίδραση είχε ο τύπος αυτός στη Δύση.

Στον εικονογραφικό τύπο της Παναγίας της Οδηγήτριας ανήκουν και άλλες απεικονίσεις της Θεοτόκου με κάποιες παραλλαγές :

α) Ρόδον το Αμάραντον. Εδώ η Θεοτόκος εικονίζεται στο μέσον μεγάλου ρόδου. Φέρει βασιλική ενδυμασία και χρυσοποίκιλτο στέμμα στην κεφαλή. Στη μία Χείρα κρατεί τον Ιησού Χριστό, ενδεδυμένον με αρχιερατικά άμφια και στην άλλη ρόδον, με το οποίο συμβολίζεται ο Θεάνθρωπος, που είναι το «αμάραντον ρόδον». Άγγελοι κρατούν ειλητό, που κατονομάζει την απεικόνιση «Ρόδον το αμάραντον χαίρε η μόνη βλαστήσασα». Πηγή της ιστόρησης αυτής είναι ο Ακάθιστος Ύμνος και συγκεκριμένα το τρίτο Τροπάριον της α΄Ωδής του Κανόνος Ιωσήφ του Υμνογράφου. 

Θεματικά η απεικόνιση ανήκει στους τελευταίους χρόνους της εικονογραφίας, η οποία γίνεται περισσότερο γνωστή τον ΙΗ΄ αιώνα.


β) Η Θεοτόκος το «Άξιόν εστιν». Στο κέντρο εικονίζεται η Θεοτόκος η Βρεφοκρατούσα, που φέρει πολύπτυχο και πανέμορφο μαφόριο και επί της κεφαλής περίτεχνο με πολύτιμα πετράδια διάδημα, το οποίον Άγγελοι, μέσα στα νέφη ιπτάμενοι, κρατούν. Περίτεχνο διάδημα φέρει επίσης και ο μικρός Ιησούς. Γύρω από τη Θεία Μορφή της Θεομήτορος και του Ιησού σε εικονίδια ευρίσκονται τυπωμένες οι σφραγίδες των είκοσι Μονών του Ιερού Άθω, που δηλώνουν τη γενική τιμή, τον σεβασμό και την αγάπη όλων των μοναχών προς τη Θεομήτορα. 

Η απεικόνιση αυτή οφείλει την ονομασία της στο γνωστό Μεγαλυνάριον «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον». Κατά την Παράδοση τον Ύμνον αυτόν της Παρθένου, εδίδαξεν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ τον Ι΄ αιώνα.

Λίγο υψηλότερα από τους Αγίους Αγγέλους εικονίζεται ο Θεός Πατήρ, που παρακολουθεί, χαίρει και επικροτεί με τας απλωμένας Χείρας Του τις κινήσεις των Αγίων Αγγέλων, δηλαδή τη στέψη της Θεοτόκου από τον Θεόν - Πατέρα. 

Η απεικόνιση αυτή αγαπήθηκε και αναπτύχθηκε πολύ στη Δύση.

4. Η Παναγία η Γλυκοφιλούσα. Την ονομασία Γλυκοφιλούσα ο εικονογραφικός αυτός τύπος οφείλει στην τρυφερή εκδήλωση της Παρθένου Μαρίας προς το Μονογενές Της Τέκνο. Στην πραγματικότητα η Θεοτόκος δεν θωπεύει το Θείο Βρέφος. Δεν είναι ούτε θωπεύουσα, ούτε γλυκοφιλούσα, αλλά δέχεται τις θωπείες και τους ασπασμούς από το μικρό Ιησού – όπως κάθε νήπιον τελεί προς τη μητέρα Του – τον Οποίον φιλόστοργα κρατεί στην μητρική Της αγκάλη. και κλίνει την κεφαλή προς την παρειάν Του. Η Θεομήτωρ εδώ εικονίζεται σοβαρή, μελαγχολική με θλιβερό και λυπημένο βλέμμα. Ίσως να οραματίζεται το μελλοντικό δράμα που διαφαίνεται στο αγαπημένο Της Τέκνο, όπως και ο Άγιος Συμεών είχε προφητεύσει «σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. Β, 35)

Στο αυτόν εικονογραφικό τύπο ανήκει και η των τελευταίων χρόνων Εικόνα της Θεομήτορος, η επονομαζομένη Παναγία η Καρδιώτισσα, στην οποία η στοργική μητέρα εναγκαλίζεται με τρυφερότητα τον μικρό Υιό Της – ίσως γιατί διαισθάνεται τα μελλούμενα –που εγγίζει απαλά τα θεϊκά χείλη Του στην παρειά της Παναγίας Μητέρας Του.

5. Η Παναγία η Γαλακτοτροφούσα. Στον εδώ εικονογραφικό τύπο της Παναγίας της Γαλακοτροφούσας ο Ιησούς ζωγραφείται νήπιον, το Οποίον με εξαιρετική τρυφερότητα φέρει η Θεομήτωρ στη Θεία Αγκάλη Της και το Οποίον θηλάζει από τον μαστό της Αγίας Μητέρας Του. Τον τύπο της Εικόνας αυτής φαίνεται να ενέπνευσε το χωρίον του Ευαγγελιστού Λουκά «μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας» (ια΄27). Ο τύπος αυτός έγινε γνωστός από τις κοπτικές τοιχογραφίες. 

Η απεικόνιση της Παναγίας της Γαλακοτροφούσας συναντάται τον Β' μ. Χ. αιώνα στις τοιχογραφίες της Ρώμης. Μεγάλη εξάπλωση έλαβε ο τύπος αυτός στη Δύση.

6. Η Παναγία του Πάθους (Η Αμόλυντος). Με λυπημένη, σχεδόν πένθιμη, έκφραση στην Αγία Μορφή Της εικονίζεται σε αυτό τον εικονογραφικό τύπο η Θεομήτωρ Πολύ πιο έντονα θλιμμένη από τους άλλους εικονογραφικούς τύπους. 

Σε αυτόν τον τύπο η Θεοτόκος ιστορείται συνήθως μόνον κατά το άνω ήμισυ σε μετωπική απεικόνιση. Με την αριστερή Της Χείρα βαστάζει «τον βαστάζοντα πάντα» Ιησού, παιδίον, ενώ με την δεξιά Της κρατεί και τα δύο χέρια του αγαπημένου Της σπλάχνου. Λίγο πιο ψηλά και αριστερά εικονίζεται ο Αρχάγγελος Γαβριήλ που κρατεί Σταυρόν, ενώ αντίστοιχα δεξιά ιστορείται ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ με τα σύμβολα του πάθους, τη λόγχη και τον σπόγγον.

Κάτω ακριβώς από τον Αρχάγγελον Γαβριήλ επίγραμμα ερμηνεύει τα σύμβολα αυτά· και παράλληλα είναι εμφανές και το δέος από την ανθρώπινη φύση του μικρού Ιησού «θνητή σάρκα ενδεδυμένον».

Ο αρχαιότερος τύπος της Παναγίας του Πάθους ευρίσκεται στην ολόσωμη Βρεφοκρατούσα της Μονή Αράκου Κύπρου.

7. Η Παναγία η Νικοποιός. Ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας της Νικοποιού ιστορείται με τη Μητέρα του Θεού ημίσωμη σε κατ’ενώπιον απεικόνιση, η Οποία κρατεί στη στοργική αγκάλη Της τον μικρό Ιησού. Η έκφρασή Της είναι αυστηρή και μεγαλοπρεπής Κατά την Παράδοση είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. 

Η Εικόνα της Νικοποιού Παρθένου ετιμάτο ιδιαιτέρως στο Βυζάντιο, όπως και η Εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Εθεωρείτο Προστάτις του στρατού και του κράτους. Ήταν το ιερό σύμβολο της νίκης. Για τούτο πολλοί αυτόκράτορες εθεωρούσαν εξαιρετική ευλογία να φέρουν μαζί τους στις εκστρατείες τη θαυματουργή Εικόνα Της. 

Στην Υπέρμαχο Στρατηγό, στην Εικόνα της Νικοποιού Θεοτόκου, την Οποία ελιτάνευσε ο Πατριάρχης Σέργιος στα τείχη της Βασιλεύουσας και στη θεϊκή Της Δύναμη, απέδωσαν οι Βυζαντινοί τη νίκη, όταν ο αυτόκράτορας Ηράκλειος πολεμούσε το 626 εναντίον των Περσών, ενώ οι Άβαροι με αρχηγό τον Χαγάνο επολιόρκησαν τη Βασιλίδα των πόλεων. Τη σωτηρία παρέμβαση της Θεομήτορος επιβεβαιώνει, κατά τα σωζόμενα κείμενα, και ο αρχηγός των Αβάρων, που έβλεπε μια μυστηριώδη γυναίκα, την Παναγία της Νίκης να περιέρχεται τα τείχη. Στην Υπέρμαχο Στρατηγό η Πόλις «αναγράφει τα νικητήρια». Για τούτο ο Ακάθιστος Ύμνος είναι οι ευχαριστήριοι ύμνοι, που εψάλλησαν τότε προς τον Νικοποιό Παρθένον, στην Οποία οφείλει την ονομασία της η Εικόνα.

Και πάλι η Εικόνα της Νικοποιού Παρθένου, ανηρτημένη επί ιερού ξύλου κατατρόπωσε το 679 τις ορδές του χαλίφη Μωαβία, ο οποίος επολιόρκησε με τους Σαρακηνούς την Κωνσταντινούπολη· σε αναπάντεχη όμως τρικυμία κατεβυθίσθηκε ο στόλος τους στις ακτές της Παμφυλίας κι έτσι εγκατέλειψαν την πολιορκία· όπως και 717-718 προστάτεψε και έσωσε την Πόλη από την πολιορκία των Αράβων, καθώς και το 860 από εκείνη των Ρώσων.

Κι όταν οι εικονομάχοι (περίοδος εικονομαχίας 726-843) έρριξαν στη φωτιά όλες τις Εικόνες για να καούν, η Εικόνα της Παναγίας της Νικοποιού διεσώθη άκαυτη με θαύμα της Θεοτόκου και διαφυλάχθηκε από ευσεβή χριστιανό. Την Εικόνα της Νίκης ελιτάνευσε στην Κωνσταντινούπολη ο Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), όταν επέστρεψε θρια-μβευτής το 971 από την εκστρατεία του κατά των Περσών.

Με την κατάληψη της Πόλης το 1204 από τους Σταυροφόρους η θαυματουργική Εικόνα της Παναγίας της Νικοποιού περιήλθε στα χέρια του πραίτορα Μαρίνου Ζένου, ο οποίος εγνώριζε τη θαυματουργή Δύναμη της «Προστάτιδας των Βυζαντινών». Έκτοτε εχάθηκαν τα ίχνη της σεπτής Εικόνας της Νίκης, κατά την συνήθεια πάντοτε των Δυτικών να αφαιρούν τα κειμήλια και τους θησαυρούς της Πίστεως και του πολιτισμού από την Ανατολή.

Ο Κωδινός (Εκδ. Βιέννης 69,315) αναφέρεται στη θαυματουργή Εικόνα του Νικοποιού στην Κωνσταντινούπολη. Η πολύ γνωστή Εικόνα της Παρθένου Νικοποιού, που ευρίσκεται στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας και ανάγεται στον ΙΒ' αιώνα, πιθανόν να είναι εκείνη της Κωνσταντινουπόλεως. Πάντως, η σημερινή Εικόνα της Νικοποιού Παρθένου που ευρίσκεται στο Βατικανό είναι παλαιό αντίγραφο του πρωτοτύπου.

8. Η Αγία Σκέπη. Όχι μόνον ο χρωστήρας των αγιογράφων ύμνησε με πολλές και διαφορετικές απεικονίσεις την Κυρία Θεοτόκο και Βασίλισσα του Ουρανού, αλλά και πολλοί Πατέρες και Υμνογράφοι μελώδησαν με την ποιητική τους γραφίδα. 

Στον Ακάθιστο Ύμνο η Θεοτόκος υμνείται,«Χαίρε σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Και στον Παρακλητικό Κανόνα«Χαίρε θεία σκέπη· χαίρε όπλου και τείχος απόρθητον». Από τους στίχους αυτούς εμπνεύσθηκε ο αγιογράφος και ιστόρησε την Εικόνα της Θεοτόκου, ίσως και ως συνέχεια της απωλεσθείσης εικόνας της Παναγίας της Νικοποιού. 

Η Αγία Σκέπη, η Οποία βρήκε μεγάλη διάδοση στην Ρωσία με τον τίτλο Ποκρόφ. Στον εικονογραφικό τύπο της Αγίας Σκέπης η Πανάχραντος Μητέρα του Κυρίου, και του κόσμου όλου, εικονίζεται ολόσωμη, εκτείνουσα ως σκέπη και προστασία των πιστών, το αγιασμένο Της μαφόριον. Άλλοτε πάλι υπεράνω της Θεοτόκου ιστορούνται δύο Άγγελοι που κρατούν απλωμένο το ιερό μαφόριο ή την Αγία Ζώνη της Θεομήτορος.

Η εορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου θεσπίσθηκε στα χρόνια του Βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄του Σοφού (865-912). Η τιμή της Εικόνας ανάγεται στο μεγάλο κίνδυνο που αντιμετώπιζε η Βασιλεύουσα από τους Αγαρηνούς. Στον Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών οι χριστιανοί της Πόλης προσεύχονται και αναπέμπουν δεήσεις και παρακλήσεις στην Υπέρμαχον Στρατηγό να τους απαλλάξει από τη φοβερή απειλή του εχθρού. Μαζί τους προσεύχεται και ο Όσιος Ανδρέας, ο επονομαζόμενος «δια Χριστόν σαλός», με τον υποτακτικόν του Επιφάνιο, πρόσωπα μεγάλης αρετής και αγνότητας. Ξαφνικά κατά τα μεσάνυκτα βλέπουν να εμφανίζεται στην Ωραία Πύλη μεγαλόπρεπη γυναίκα, συνοδευόμενη από λευκοφόρους Αγίους και Αγγέλους που ψάλλουν ύμνους. Και τότε με έκπληξή τους βλέπουν τη μεγαλόπρεπη γυναίκα, την Κυρία Θεοτόκο να γονατίζει και με δάκρυα στα μάτια να προσεύχεται στο Μονογενή Υιό Της για τους χριστιανούς που Την ικετεύουν. Έπειτα να βγάζει το αστραφτερό Της πέπλο από τη άχραντο κεφαλή Της και να το απλώνει σαν σκέπη επάνω από το εκκλησίασμα, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την προστασία και τη σκέπη Της.

Όταν οι Βυζαντινοί απαλλάχθηκαν από τον κίνδυνο «εώρτασαν την επ’ αυτών απλωθείσαν Ιερά Σκέπην» .

Στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, στο παρεκκλήσιo της Αγίας Σορού εφυλλάσοντο, η εσθήτα, ο πέπλος και μέρος της Αγίας Ζώνης της Θεομήτορος (Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας, Έκδοσ. Ι. Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, 1999, σελ. 137).

Κατά τον Μ. Συναξαριστή της Εκκλησίας η εορτή της Αγίας Σκέπης ετιμάτο την 1ην Οκτωβρίου.

Αλλά όπως και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο πολλοί στρατιώτες και αξιωματικοί μαρτυρούν ότι σε ώρα μάχης, αλλά και σε άλλες στιγμές, έβλεπαν ζωηρότατα στον ουρανό τη σκέπη και την προστασία της Θεοτόκου, που χάρισε νικηφόρες μάχες στον ελληνικό στρατό στην Κορυτσά, στο Τεπελένι, στο Πόγραδετς. Άγρυπνη η Υπέρμαχος Στρατηγός ευλογούσε και προστάτευε τους πολεμιστές, και οδήγησε το ελληνικό στράτευμα στο αθάνατο έπος του 1940. Έτσι, η εορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου μετατέθηκε με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του 1952 μετά από εισήγηση του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος και πανηγυρίζεται μαζί με την εθνική εορτή του ΟΧΙ στις 28 Οκτωβρίου, ως ευχαριστήρια εορτή για τη Θεία Προστασία της Θεομήτορος,

9. Η Θεοτόκος η Βασίλισσα. Απεικονίσεις της Θεοτόκου της Βασίλισσας των Ουρανών είναι γνωστές από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Εδώ η Θεομήτωρ φέρει βασιλική αλουργίδα και μαργαριτοκόσμητον διάδημα. Επί της αχράντου κεφαλής Της, όπως και σε κάποιες παραστάσεις της Δεήσεως. Κάθεται επί χρυσοποίκιλτου θρόνου και κρατεί στοργικά στα γόνατά Της τον μικρό Ιησού. Σε κάποιες παραστάσεις εικονίζονται δεξιά και αριστερά δύο Άγγελοι, που διακονούν την Κυρία Θεοτοκο. 

Είναι η «υψηλοτέρα των Ουρανών» (καθέδρα) και η «Κυρία των Αγγέλων». Ο εικονογραφικός τύπος της Θεοτόκου της Βασίλισσας επικρατεί στη Ρώμη τον ΣΤ΄ και Ζ΄ αιώνα και μετέπειτα τον Η΄ αιώνα. Ο τύπος αυτός εμπνέει κυρίως τους ζωγράφους της Δύσεως και μόνο στις μεταβυζαντινές Εικόνες της Θεομήτορος επανέρχεται το διάδημα.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου

                               Τά Ἐγκώμια τῆς Παναγίας
Στήν Πάτμο, τήν παραμονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας, μετά την Θεία Λειτουργία στόν  Δημοτικό Ἱερό Ναό τῆς Μεγάλης Παναγίας, γίνεται ἡ Περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου τῆς Παναγίας.
Σέ κάθε μιά ἀπό τίς τρείς πλατείες τῆς Χώρας, ψάλλονται τά Ἐγκώμια τῆς Παναγίας, ἀνά μία Στάση. Στήν τελευταία πλατεία (τοῦ Ξάνθου), στήν τρίτη Στάση τῶν Ἐγκωμίων  προστίθενται τά κατωτέρω Εὐλογητήρια καί τό "Πατμιακό" Δοξαστικό: "Σέ τόν ἀναβαλόμενον...῾
                                 ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ

Εὐλογητή εἰ Δέσποινα, σκέπε, φρούρει τούς εἰς σέ ὑμνολογούντας
1. Τῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος, κατεπλάγη ὁρῶν σε, ἐν νεκροῖς λογισθεῖσαν, τῆν Σωτῆρα τῶν βροτῶν, Μαριάμ τετοκυῖαν, τόν σύν ἑαυτῷ τόν Ἀδάμ ἐγείραντα, καί ἐξ’ Ἄδου πάντας ἐλευθερώσαντα.

Εὐλογητή Πάναγνε, τήρει πάντας ἡμᾶς ἀκατακρίτους.
2. Τί θρηνεῖτε συμπαθῶς, ὠ γύναια, ἐπ’ ἐμοί θνήσκειν μελλούσῃ, ἡ Παρθένος τερπομένη ἔλεγε, πρός τάς γείτονας θρηνολογούσαις. παύσασθε ὑμεῖς τοῦ θρήνου καί ἤσθητε, καί θανοῦσα γάρ ὑμῶν οὐκ ἀφίσταμαι.

Εὐλογητή εἰ Ἄχραντε, σῶζε πάντας ἡμᾶς ἀναμαρτήτους.
3. Λίαν ταχύ, πρός σέ Κόρη ἔδραμον, οἱ Ἁπόστολοι θρηνολογοῦντες. μεταστῆναι πρός τά ἄνω μέλλουσαν καί είπον, θρήνου νῦν καιρός, τό πάθος πῶς οἴσομεν, ὀρφανίας τῆς σῆς, ὤ Παναμώμητε;

Εὐλογητή εἰ Πάνσεμνε, δίδου πᾶσιν ἡμῖν τήν σωτηρίαν.
4. Μυροφόρων Παρθένε, τάξιν ἀναλαβόντες, πρός τό μνὴμα σου ὕμνους εξοδίους προσκομίζομεν, ἀνυμνοῦντες σε Κόρη, τήν μετά νεκρῶν λογισθεῖσαν ὡς ἄνθρωπον, ὡς Θεοῦ δέ μεταστᾶσαν γεννήτριαν.

Δόξα
5. Προσκυνοῦμεν Πατέρα καί τόν τούτου Υἱόν τε, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τήν Ἁγίαν Τριάδα, ἐν μιᾷ τῇ οὐσίᾳ, σύν τοῖς Σεραφείμ, κράζοντες τό Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἰ Κύριε.

Καί νῦν.
6. Ζωοδότην τεκοῦσα, ἁμαρτίας Παρθένε, τόν Ἀδάμ ἐλυτρώσω, χαρμονήν δέ τῇ Εὔᾳ, ἀντί λύπης παρέσχες, ρεύσαντα ζωῆς ἴθυνε πρός ταύτην δέ, ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθείς Θεός καί ἄνθρωπος.

7. Ἀλληλούια, Ἀλληλούια, Ἀλληλούια Δόξα σοι ὁ Θεός. (τρίς)

Δόξα ...., καί νῦν..., Ἦχος πλ. Α΄,
Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, Υἱόν Θεοῦ τήν κυήσασαν, τό στῖφος τῶν μαθητῶν Aὐτοῦ, θεωρῆσαν νεκράν καθηπλωμένην ἐκ σκότους ἐμπλέῳ μνήματι, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβόν ὀδυρόμενον ἔλεγεν: Οἴμοι, γλυκυτάτῃ Μαριάμ!  ἥν πρό μικροῦ ἐγώ εἶχον παρηγορίαν καί ᾠόμην βλέπον σε τόν ἑμαυτοῦ Διδάσκαλον θεᾶσθαι. λλ᾿ ἰδού νῦν βλέπων σε ὑπελθοῦσαν  θάνατον τῷ τῆς φύσεως λόγῳ. ! πῶς σέ κηδεύσω Παρθένε! ἤ πῶς συνδόσιν  εἰλήσω; ποίαις χερσί δέ προσψαύσω τό σόν ἀκήρατον Σῶμα; ἤ ποῖα ἄσματα μέλψω σοῦ τῇ ἐξόδῳ Παρθένε; πῶς δέ ὑποίσω Κυρία, σοῦ τήν δεινήν ἀπουσίαν; ἤ πῶς ἀπόνως βαστάσω  τήν πάνδεινον ὀρφανίαν; ἐπαπορῶ Μακαρία Θεοκυῆτορ Μαρία, καί ἐν ὀδύνῳ καρδίᾳ, ὑφαίνω τήν ὑμνωδίαν.
        Καί μεγαλύνω σε Δέσποινα!  (γ΄)
        μνολογῶ τήν Σύλληψίν σου, γεραίρω σου τήν θείαν Γένναν, τιμῶ τήν Εἴσοδόν σου Κόρη, ἐκθειάζω δέ τήν Κοίμησίν σου, καί τήν Παναγίαν Ταφήν σου, σύν τῇ μεταστάσει κραυγάζων· Κυρία, δόξα σοι!
 

Εικόνες της Θεοτόκου

Οι πρώτες Εικόνες της Θεοτόκου 
Πόπης Χαλκιά – Στεφάνου 
 
Χαίροις η μετά Θεόν Θεός 

τα δευτερεία της Θείας Τριάδος η έχουσα 
(Αγ. Ανδρέα Κρήτης )

Η πιο πολυύμνητη μορφή της Ορθοδοξίας είναι η της Υπεραγίας Θεοτόκου. Άπειροι Ύμνοι, Ακολουθίες, Τροπάρια με απαραμίλλου μέλους μουσουργήματα έχουν γραφεί για την Πανανθρώπινη Μητέρα του Φωτός. Η γλυκυτάτη και σεπτή μορφή Της αποτελεί τις πιο προσφιλείς ιστορήσεις των αγιογράφων με εκπάγλου ωραιότητος καλλιτεχνήματα. 

 Παμμέγιστη υπήρξε η επίδραση της τιμής προς την Θεοτόκου στη Τέχνη συνολικά, στη Λογοτεχνία, στις Εικαστικές τέχνες, στη Μουσική, που ενέπνευσε τους καλλιτέχνες όλων των εποχών και όλων των χωρών σε αριστουργήματα του λόγου, του χρωστήρα, της σμίλης, του τόνου. Ιδιαίτερα στη Ζωγραφική αναρίθμητοι είναι οι τεχνίτες και οι καλλιτέχνες, που εμπνεύσθηκαν από τη Θεία Μορφή Της. Κατά την Παράδοση της Εκκλησίας πρώτος ο Ευαγγελιστής Λουκάς «εποίησεν Εικόνα της Θεοτόκου» και ιστόρησε τις πρώτες Εικόνες της Θεομήτορος. Η άποψη, ωστόσο, αυτή έχει προκαλέσει σύγχυση μεταξύ των μελετητών των εικόνων αυτών, αφού κυκλοφορούν και αναπαράγονται απόψεις και γνώμες, μερικές φορές, εντελώς αβασάνιστα και ανεκμηρίωτα. 

 Ο Καθηγητής και Ακαδημαϊκός Σιώτης Μάρκος, που έχει ασχοληθεί με το θέμα αυτό στο έργο του, Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί Ιερών Εικόνων» γράφει «Η γραπτή πληροφορία αφορά εις την παράδοσιν της Εκκλησίας, κατά την οποίαν ο Ευαγγελιστής Λουκάς κατέλιπεν εικόνας τινάς της Παναγίας. Η παράδοσις αυτή είναι τόσον ισχυρά, ώστε να προβληματίζη σοβαρώς τους ερευνητάς της κατά πόσον ήτο δυνατόν να διατυπωθή μία τοιαύτη εκ-κλησιαστική παράδοσις άνευ πραγματικού ιστορικού υποβάθρου» ( 1990, ό.π., σελ. 47). 

 Εξάλλου, ο Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε επιστολή του προς τον αυτo-κράτορα Θεόφιλο μνημονεύει: «Και γάρ ο θεσπέσιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς του θείου και σεβάσμιου χαρακτήρα της Πανάγνου Θεομήτορος Μαρίας, έτι εν σαρκί αυτής ζώσης εν Ιερουσαλήμ, και τας διατριβάς ποιουμένης εν τη αγία, Σιών, ζωγραφικαίς μίξεσι τήν της πανάγνου στήλην εν πίναξι διεχάραξεν, ως εν κατόπτρω τη μετέπειτα γενεά καταλελοιπώς» ( Λόγος αποδεικτικός περί των Αγίων και Σεπτών Εικόνων, P.G. τόμ. 95, σελ. 321 και 349) και δέχεται απροκάλυπτα ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς ιστόρησεν πρώτος τη μορφή της Θεοτόκου. 

 Και ο Άγιος Νεκτάριος στο έργο του: «Μελέτη περί των Αγίων Εικόνων», προβληματιζόμενος κατά πόσον οι πρώτες Εικόνες της Παναμώμου Μαρίας είναι έργα του Ευαγγελιστού Λουκά γράφει: «Οι περί τα ζητήματα αυτά ασχολούμενοι λέγουσιν ότι δεν είναι έργα αυτού, διότι ο Λουκάς δεν υπήρξεν ζωγράφος και ουδεμίαν μαρτυρίαν αρχαίων ιστορικών έχομεν μαρτυρούσαν την ζωγραφικήν εμπειρίαν του Λουκά. Ο Απόστολος Παύλος καλεί αυτόν ιατρόν, αλλά ζωγράφον ουδέ ποτέ τις αυτόν εκάλεσε». Και συνεχίζει ότι όλα αυτά τα επιχειρήματα, που από τους αντιφρονούντες αργότερα μελετητές του χρησιμοποιούνται, είναι πολύ ανίσχυρα για να αποκρούσουν κάθε αντίθετη άποψη, γιατί «στηρίζονται επί απλής υποθέσεως και ουχί ιστορικής μαρτυρίας», δεδομενου ότι ουδέποτε εγράφη από κάποιον ιστορικόν λεπτομερής βίος τού Ευαγγελιστού Λουκά, ώστε να είναι γνωστή η ιδιότητά του, δηλαδή τι εγνώριζε και τι αγνοούσε ο Ευαγγελιστής. Πιο κάτω όμως αναγράφει: «ουδ΄όλως δε θαυμαστόν να ηπίστατο την ζωγραφικήν, ως σπουδάσας εν Ελλάδι, εν ή η καλλιτεχνία ήτο μάθημα εκμανθανόμενον υπό των καλώς ηγμένων νέων». Και δεν αποκλείεται το ενδεχόμενον της ιδιαιτέρας κλίσεως «προς τας καλάς τέχνας να εκίνησε τον Λουκάν να εκμάθη την ζωγραφικήν ως ερασιτέχνης, προς τέρψιν απλήν και ουχί προς επάγγελμα». 

 Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο μόνος που παρέχει λίγες πληροφορίες για την Υπεραγία Θεοτόκο – σε αντίθεση από τους άλλους Ευαγγελιστές, Μάρκο, Ματθαίο και Ιωάννη, οι οποίοι δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Υιού Της και περιορίζονται μόνον σε φραστικές αναφορές για τη Θεομήτορα – όταν ετελείωσε τη ζωγραφική της Θείας Μορφής Της, επέδειξε την απεικόνιση αυτή στη Θεοτόκο κι εζήτησε τη γνώμη Της. Σύμφωνα με την Εκκλησιαστική Παράδοση η Πανάχραντη Μητέρα του Ιησού τού απήντησε, ότι ναι μεν χαίρεται, αλλά κάτι λείπει από την μητέρα. Λείπει το παιδί της! Καλόν θα είναι να ζωγραφίσει τη μητέρα με το παιδί στην αγκάλη της. 

 Ο Ευαγγελιστής Λουκάς με ευχαρίστηση υπάκουσε στην προτροπή Της. Έτσι, όταν τελείωσε τη ζωγραφική και την είδε η Θεοτόκος, τόσο πολύ χάρηκε, ώστε τού ευχήθηκε: «Η Χάρις του εξ εμού τεχθέντος είη μεθ' υμών»(Ζιόμπολα Νεκταρίου Αρχιμ. Σαράντα Εικόνες της Παναγίας, σελ. 26). 

 Η πρώτη αυτή Εικόνα της Θεομήτορος μετά τού παιδός Ιησού στη Θεία Αγκάλη Της, η ευλογημένη από την Πανάχραντη Μητέρα Του Θεού, απετέλεσε τη μήτρα, επάνω στην οποία στηρίχθηκαν όλες οι επόμενες απεικονίσεις της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Εικόνα αυτή ονομάσθηκε Παναγία η Βρεφοκρατούσα. Η Παρθένος Μαρία εικονίζεται εδώ στην ηλικία της εποχής εκείνης, δηλαδή άνω των πενήντα ετών – αφού ένδεκα χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου, η Θεοτόκος εκλήθη από τον Ουράνιο Βασιλέα. Ο Ιησούς ιστορείται μικρός στην ηλικία, αλλά με χαρακτηριστικά ωρίμου ανδρός και όχι με εκείνα κανονικού βρέφους. 

 Την άποψη ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς εμερίμνησε για την ζωγραφική απόδοση της πρώτης Εικόνας της Θεομήτορος αποδέχεται και ο Καθηγητής Ακαδημαϊκός Μάρκος Σιώτης. Στο προαναφερθέν μάλιστα έργο του αναφέρει ότι και «ο Συμεών ο Μεταφραστής χαρακτηρίζει τας εικόνας ταύτας του Ευαγγελιστού Λουκά» ως «φιλίας θερμότατης τεκμήριον» μετά της Θεοτόκου»· γεγονός που σημαίνει ότι «η μακραίωνη παράδοσις της αρχαίας Εκκλησίας αναγνώριζε την μετά της Θεοτόκου σύναψιν στενών προσωπικών σχέσεων σεβασμού, τιμής και αγάπης του Λουκά». Και όπως διαφαίνεται οι στενές προσωπικές σχέσεις του Ευαγγελιστού με την Θεοτόκο Μαρία συνήφθηκαν κατά τη διετή και περισσότερο παραμονή του στην Παλαιστίνη, όταν ο διδάσκαλος και στενός του συνεργάτης Απόστολος Παύλος ευρισκόταν δέσμιος στη φυλακή της Παλαιστίνης (58-60 μ.Χ.), περιμένοντας τη μεταφορά του στη Ρώμη, για να δικασθεί. ( Πράξ. 25,11). Στο διάστημα αυτό ο Ευαγγελιστής Λουκάς, που τακτικά εκινείτο μεταξύ Καισαρείας και Ιεροσολύμων, ερχόταν σε περισσότερη επικοινωνία με τη Θεομήτορα. 

 Από την πρώτη εκείνη Εικόνα του Ευαγγελιστού Λουκά προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου και άλλα αντίγραφα. Οι γνωστές σήμερα Εικόνες της Θεομήτορος, που αποδίδονται στον Θείον Ευαγγελιστή Λουκά είναι της Παναγίας Σουμελά, της Μονής Κύκκου στην Κύπρο και της Μονής Μ. Σπηλαίου στα Καλάβρυτα. Και στις τρεις Εικόνες «κατά το πλείστον καταστραφείσας» η Θεοτόκος ιστορείται «μετά του παιδός Ιησού Χριστού». (Σιώτου Μάρκου, ό.π., σελ. 51-52). 

 Τελευταία αναφέρεται μία ακόμη Εικόνα της Θεοτόκου, ιστορημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά, η οποία ευρίσκεται στην «έν Ρίλνα της μικράς Ρωσίας». Την άποψη αυτή υποστηρίζει και ο Άγιος Νεκτάριος στο προαναφερθέν έργο Του που επιμελήθηκε κι εμπλουτίστηκε από τον Κωνσταντίνο Καβαρνό (Εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1997, σελ.103). 

 Και βέβαια οι σημερινές Εικόνες της Παναγίας της Μονής Σουμελά, της Μονής Κύκκου και της Μονής Μεγάλου Σπηλαίου είναι αναμφίβολα μεταγενέστερες, αφού έχουν παρέλθει τόσες εκατοντάδες χρόνια από την ιστόρησή τους· είναι όμως ακριβή αντίγραφα των πρώτων ιστορικών Εικόνων του Ευαγγελιστού Λουκά και επιπλέον ό,τι έχει απομείνει από την αρχική, ευρίσκεται συνδεδεμένο με το αντίγραφο. Οπωσδήποτε, πάντως, η Θεία Χάρη της αρχικής Εικόνας υπάρχει ασφαλώς και στο μετέπειτα αντίγραφό της, 

 Παραδίδεται ακόμη, κάπως αόριστα όμως, ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς ιστόρησε μετά τις πρώτες Εικόνες της Θεοτόκου και άλλες εβδομήκοντα. Εάν όμως τούτο ήταν αληθές θα έπρεπε οι Εικόνες αυτές να ήταν της ίδιας τεχνοτροπίας και να μην ευρίσκονται σε καλή κατάσταση, όπως εκείνες οι πρώτες. Βέβαιον, πάντως, είναι ότι προέρχονται από άλλους σπουδαίους αγιογράφους, πολύ μεταγενεστέρων εποχών, ίσως και χιλίων ετών (Ζιόμπολα Νεκταρίου Αρχιμ., ό.π., σελ. 27). 

 Την ύπαρξη μιας από τις πρώτες Εικόνες της Θεοτόκου μνημονεύει πρώτος ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Θεόδωρος ο Αναγνώστης(+527), που ήκμασε τον 6ον μ.Χ. αιώνα. Ο Θεόδωρος Αναγνώστης, αναφερόμενος σε παλαιότερη προφορική Παράδοση, ομιλεί για συγκεκριμένη Εικόνα της Παναγίας Μητέρας του Θεανθρώπου που εσώζετο ακόμη επί των ημερών του, και ήταν γνωστή στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ως ιστορηθείσα από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Την Εικόνα αυτή της Θεομήτορος έστειλε η σύζυγος του Θεοδοσίου Β΄ (408-450) Ευδοξία ως ευλογία στη θυγατέρα της και σύζυγο του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450-457) Πουλχερία, την οποία η ευσεβής αυτοκράτειρα αποθησαύρισε για προσκύνηση από όλους τους χριστιανούς στη Μονή των Οδηγών που ανήγειρε προς τιμήν τής Υπεραγίας Θεοτόκου. (Migne 86,165). Έκτοτε η Εικόνα αυτή έλαβε την επωνυμία Παναγία Οδηγήτρια. Ίσως εδώ να έχει την αφετηρία της η ονομασία η Εικόνα Παναγία η Οδηγήτρια, που μέχρι σήμερα κυκλοφορεί από τους αγιογράφους σε διάφορες παραλλαγές.



Παναγία η Οδηγήτρια 

Εξάλλου, και αν ακόμη θεωρηθεί αμφίβολη η μαρτυρία του Συμεών του Μεταφραστού (Βίος του Λουκά § 6 Migne 115, 1136), που αποδίδει Εικόνα της Θεοτόκου, στον Ευαγγελιστή Λουκά, το Μηνολόγιο του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄, που ανάγεται στο 980 μ.Χ. περίπου, παρουσιάζει τον Λουκά ως ζωγράφο της Εικόνας της Υπεραγίας Θεοτόκου· και βέβαια παλαιότερα, τον 6ον αιώνα, ο Θεόδωρος ο Αναγνώστης (+527) αναφέρει ότι «την Εικόνα της Θεομήτορος, ήν ο Απόστολος Λουκάς καθιστόρησεν, έξ Ιεροσολύμων απέστειλεν» (Migne 86,165) στην αυτοκράτειρα Ευδοξία στην Κωνσταντινούπολη· δε μπορεί όμως να αναχθεί παλαιότερα, πέραν του 5ου αιώνα, δεδομένου ότι και ο Αυγουστίνος (354-430), που είχε πολλές σχέσεις με την Παλαιστίνη και ο Ιερώνυμος ( 342-420) που έμεινε για πολύ διάστημα στην πόλη αυτή, αγνοούν το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας (neque novimus faciem virginis Mariae), όπως και ότι υπήρχε Εικόνα της Θεοτόκου στην Ιερουσαλήμ. 

 Την Εικόνα της Παναγίας των Οδηγών, που εθεωρείτο ιερόν Παλλάδιον της Βασιλεύουσας, περιέφεραν οι χριστιανοί κατά τις τελετές, τις λιτανεύσεις και τις μάχες με πολλή ευσέβεια και δεν παρέλειπαν κάθε Τρίτη ημέρα της εβδομάδος να περιφέρουν την Εικόνα «ως ιερόν φυλακτήριον τω περιβόλω της Πόλεως, στηριζομένη επάνω στους ώμους των θεραπόντων Της». Το έτος 1204 μετά την κατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Φράγκους μεταφέρθηκε στη Βενετία Στην πληροφορία αυτή αναφέρεται και ο Π. Ν. Τρεμπέλας στο έργο του «Υπόμνημα εις το κατά Λουκά Ευαγγέλιον». (Εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων Η ΖΩΗ, Αθήναι 1992, σελ. 7). 

 Μία άλλη εκδοχή, την οποία μνημονεύει ο Καθηγητής Μάρκος Σιώτης η Εικόνα αυτή της Παναγίας των Οδηγών - που κατά θαυματουργικό τρόπο, τον οποίον δε διασώζει η Παράδοση μεταφέρθηκε και πάλι στη Βσιλεύουσα ως ακαταμάχητον οχύρωμα της Πόλης-καταστράφηκε από τους γενιτσάρους κατά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το έτος 1453, οπότε και εχάθηκαν τα ίχνη της (ό.π., σελ. 48-49). 

 Εξάλλου, στην Εκκλησία της Santa Maria Maggiore στην Ρώμη, στην Capella Praolina ευρίσκεται πολύ παλαιά Eικόνα της Θεομήτορος, που αποδίδεται στον Απόστολον κι Ευαγγελιστή Λουκά. Το ιστορικό της φθάνει πίσω μέχρι το 847. Δεν αποκλείεται όμως να είναι και παλαιότερη. Ίσως να αφορά την ίδια Εικόνα της Θεομήτορος. 

 Οπωσδήποτε, πάντως, η Παράδοση του Ευαγγελιστού Λουκά ως ζωγράφου ενέχει ισχυρό ιστορικό στοιχείο αληθείας. Και τούτο, γιατί υπομιμνήσκει τη μεγάλη επίδραση, που άσκησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς στη χριστιανική τέχνη,«της οποίας εν πραγματική εννοία δύναται να κληθή ο ιδρυτής της»(Τρεμπέλα Π.Ν. ό π., σελ. 7) . 

                   Η Θεοτόκος στην εικονογραφία 
Το σεπτό πρόσωπο της Θεοτόκου είναι το προσφιλέστερο στην εικονογραφία. Η Παρθένος Μαρία είναι η «αγιωτέρα απάντων των Αγίων» και «υπερτέρα και αυτών ακόμη των Χερουβείμ και των Σεραφείμ». Από τον ποιητή του Ακαθίστου Ύμνου υμνείται ως «Αγία των Αγίων μείζων»

 Στην Ορθόδοξη τέχνη δεν είναι απλώς «αγία», αλλά εξαιτίας της μοναδικότητος του μυστηρίου, το οποίον Τής απεκαλύφθη, κατέστη η«Παναγία». Η παναγιότητα αυτή της Θεοτόκου Μαρίας ιστορείται με ζηλευτή ευλάβεια από την Ορθόδοξο τέχνη, η οποία καθιερώνει και εδραιώνει την απεικόνιση της Θεοτόκου ως «Παναγίας» και «Υπεραγίας», για να εξάρει τη δογματική διδασκαλία, όσον αφορά το πρόσωπο της Θεομήτορος σε σχέση με το μέγα γεγονός της Σαρκώσεως του Θείου Λόγου και τη μέσω αυτού σωτηρία του κόσμου. 

 Η Ορθόδοξη τέχνη προσπαθεί με την Αγία Μορφή της Θεομήτορος να υποδείξει το «δόγμα της σαρκώσεως του Υιού του Θεού» και όχι απλά να εμφανίσει την άδολη και σεμνή παρθένο της Ναζαρέτ πριν ακόμη επέλθει επ’αυτής το Άγιον Πνεύμα και καταστεί η Παρθένος Μήτηρ, συγχρόνως δε και«όντως Θεοτόκος»

 Έτσι, μολονότι η απεικόνιση της Παρθένου Μαρίας είναι πολύ παλαιά στη χριστιανική τέχνη με τις πρώτες γνωστές παραστάσεις στις τοιχογραφίες των ρωμαϊκών κατακομβών, εντούτοις μετά τη Σύνοδο της Εφέσου (431 μ.Χ.), κατά την οποία η Παρθένος Μαρία ανεκηρύχθη «όντως Θεοτόκος», αναπτύσσεται σταδιακά η Θεομητορική εικονογραφία. 

 Η απαράμιλλη λατρεία στο πρόσωπο της Αειπαρθένου Μαρίας ενέπνευσε τους αγιογράφους όλων των μετά Χριστού εποχών σε κορυφαία αριστουργήματα τέχνης. Στη ζωγραφική ιδιαίτερα μια αναρίθμητη σειρά καλλιτεχνών εμπνεύσθηκαν από την Ιερή Μορφή της Θεοτόκου, που σύμφωνα με την Παράδοση πρώτος ο Ευαγγελιστής Λουκάς ιστόρησε και κατόπιν ακολούθησαν μεμονωμένες παραστάσεις της Θεομήτορος στις κατακόμβες· και μετέπειτα στις βυζαντινές Εικόνες και τοιχογραφίες εδημιούργησαν αριστοτεχνικά κι επιδέξια την Ορθόδοξη, τη βυζαντινή τέχνη. 

 Αναφέρεται ότι όσοι είχαν γνωρίσει τον Ιησού Χριστό και την Υπεραγία Θεοτόκο κατά την επίγεια ζωή Τους, έδιναν πάντα σχετικές πληροφορίες, σε εκείνους που ήθελαν να γνωρίζουν περισσότερα. Με αυτές τις πληροφορίες δημιουργήθηκε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας από πολύ ενωρίς μία συγκεκριμένη παράδοση όσον αφορά στα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα μέλη του σώματος και γενικά στην όλη εμφάνιση των Θείων Μορφών του Ιησού και της Θεομήτορος. 

 Τις περιγραφές αυτές διέσωσαν πολλοί ιστορικοί και συγγραφείς. Ευνόητο επομένως είναι η παράδοση αυτή να παρουσιάζει κάποιες παραλλαγές, όχι μόνο, επειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν προφορικές, αλλά και επειδή τα διάφορα περιστατικά αναφέρονται σε διάφορες ηλικίες και φάσεις στη ζωή των εικονιζομένων προσώπων. 

Στο πρόσωπο της Θεοτόκου εξεικονίζονται οι δογματικές παραστάσεις της Ορθοδόξου Πίστεως και παράλληλα συνοψίζονται πολλοί συμβολισμοί· δεν είναι μόνον το αρχέτυπον της Μητέρας του Θεανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα εξεικονίζει ιδιαίτερες θεολογικές, ιστορικές και τοπικές σηματοδοτήσεις Η Ορθόδοξη εικονογραφία παριστάνει τη Θεομήτορα, όχι απλά σαν ένα τύπο γυναίκας με φυσική ωραιότητα, αλλά ως μία μορφή που εμφανίζει αισθητά την παναγιότητα, η οποία Τής εδωρήθη από τον Κύριον∙ και που ανάγεται στο Μυστήριον της Σαρκώσεως του Λόγου του Θεού. Με την απεικόνιση της πάνσεπτης Μητέρας του Θεού η Ορθόδοξη εικονογραφία επιθυμεί: «να αποδείξη το δόγμα της σαρκώσεως και όχι απλώς να εμφανίση ημίν την απλήν Παρθένο από τη Ναζαρέτ, πριν επέλθη επ΄αυτής Πνεύμα Άγιον και Δυνάμις Υψίστου επισκιάση αυτήν» (Λουκ.α΄35) και καταστή ούτως «Η Παρθένος άμα δε και η όντως Θεοτόκος» (Καλοκύρη Κ. Δ. στη Θ.Η.Ε., τόμ. 5, σελ. 376). 

 Η Θεογεννήτωρ Μαρία στην Ορθόδοξη αγιογραφία ιστορείται κατά τον Θεόδοτον Επίσκοπον Αγκύρας (Ε΄αιώνας) ως «περιβεβλημένη την Θείαν Χάριν τοις όμμασιν αγιολαμπής». Έτσι, με την Χάριν, που «εύρε παρά τώ Θεώ»(Λουκ.α΄31) «έτεκεν τον Σωτήρα του κόσμου» και έλαβε η μόνη από όλον τον γυναικείο πληθυσμό το θείο κάλλος· για τούτο στην Ορθόδοξη εικονογραφία ιστορείται ως «η μόνη άμωμος έν γυναιξί και καλή»

 Επειδή όμως στον καθαρά δογματικού και θεολογικού περιεχομένου βασικό εικονογραφικό τύπο της Παρθένου Μαρίας δεν υπάρχουν καλλιτεχικά πρότυπα, η Ορθόδοξη αγιογραφία εδημιούργησε έναν ιδεώδη τύπο απεικόνισης της Θεοτόκου, ο οποίος με την έξαρση και τον τονισμό των χαρακτηριστικών της Θεομήτορος, διαφοροποιείται από τις γυναικείες φυσιογνωμίες της καθημερινής ζωής και εμπνέει την ιδέα της υπερβατικής πραγματικότητας, στην οποία η Θεία Μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου ευρίσκεται. 

 Για τη μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου ο Επιφάνιος ο Αγιοπολίτης στο βιβλίο του με τον τίτλο «Εις τον βίον της Υπεραγίας Θεοτόκου» γράφει: «Το ήθος αυτής ήν τοσούτον σεμνή κατά πάντα και ολιγόλογος, ταχυπήκοος, ευπροσήγορος (ο καταδεκτικός, ο φιλικός), απαρρησίαστος (ο συνεσταλμένος, ο προσεκτικός) προς πάντα άνθρωπον, αγέλαστος (ο σοβαρός άνθρωπος), ατάραχος, αόργητος (ο μη οργιζόμενος), ευπροσκύνητος (ο εύκολος προσκυνών, ο γονατίζων), τιμητική, τιμώσα και προσκυνούσα πάντα άνθρωπον ώστε θαυμάζειν άπαντας εις την σύνεσιν και την λαλιάν αυτής την ηλικίαν (ανάστημα) μεση· τινές δέ φασιν αυτήν πλέον έχειν του μέσον∙ σιτόχρους, ξανθόθριξ, ξανθόμματος, ευόφθαλμος (ο έχων μεγάλους και ωραίους οφθαλμούς) μελανόφρων, επίρρινος (ο έχων μεγάλην ρίνα) μακρόχειρ, μακροδάκτυλος, μακροπρόσωπος, χάριτος θείας και ωραιότητος πεπληρωμένη· άτυφος (ταπεινόφρων, ο έχων ταπεινόν φρόνημα), ασχημάτιστος, (ο ανεπιτήδευτος, ο μη καλλωπιζόμενος), άβλακος (νοήμων), ταπείνωσιν υπερβάλλουσα έχουσα∙ διό και επέβλεψεν επ’ αυτήν ο Θεός, ως αυτη έφη μεγαλύνουσα τον Κύριον (Λουκ. α΄46)· ιμάτια αυτόχροα αγαπώσα και φορούσα· και μαρτυρεί το άγιον μαφόριον αυτής∙ ενήθεν δε τα των ερίων, ήγουν τα του ναού του Κυρίου· και ετρέφετο εκ του ναού του Κυρίου· καρτερούσα ταις προσευχαίς και τη αναγνώσει, και τη νηστεία, και τω εργοχείρω και πάση αρετή∙ ως τη ποικιλία των έργων, και τη καταστάσει, πολλών γυναικών γενέσθαι την όντως αγίαν Μαρίαν» (P.G., τόμ.120, σελ.122,3) . 

Με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, τους μεγάλος οφθαλμούς και τη μεγάλη ρίνα, το μικρό στόμα, το ωραίο περίγραμμα του προσώπου, τη γλυκύτητα στην έκφραση του βλέμματος, την ιλαρότητα στην όψη και σε ολόκληρη τη μορφολογία του προσώπου η Ορθόδοξη αγιογραφία επέτυχε να αποδώσει τη χαριτόβρυτο αγιότητα της Θεομήτορος∙ και καθιέρωσε τον τύπο της Βυζαντινής Παναγιάς, τύπο στον οποίο κάθε χριστιανός από οποιοδήποτε δόγμα διαβλέπει, όχι ένα φυσικό πρόσωπο, αλλά την ιερότητα της θείας μορφής και το κάλλος, το οποίον «ούκ εστιν εκ του κόσμου τούτου»· αφού η βυζαντινή εικονογραφία είναι τέχνη, που ενδιαφέρεται για τα πνευματικά ιδεώδη για την υπερβατική πραγματικότητα. 

 Τη ζωγραφική της Εικόνας στη βυζαντινή αγιογραφία δεν την ενδιαφέρει το σώμα με τη ψιλή, τη γυμνή «σωματική» έννοια, αφού δεν είναι απλό βιολογικό σώμα, εστερημένον της Θείας Χάριτος, αλλά «ναός του Αγίου Πνεύματος». Εδώ το σώμα, μολονότι διατηρεί τους φυσικούς μορφολογικούς του χαρακτήρες, οι οποίοι όμως δεν αποδίδονται με την αυστηρή φυσιοκρατική αλήθεια, εξευγενίζεται και ανυψώνεται στην άλλη πραγματικότητα. Έτσι, το ρεαλιστικό στοιχείο δεν αποτελεί ως προς την απόδοση πιστή μίμηση ζώντων προτύπων της φυσικής πραγματικότητας, αλλά με την ένταξή του στον υπερβατικό χώρο, το σώμα που εξιδανικεύεται, μεταποιείται σε στοιχείο υψηλής έκφρασης, της πρόγευσης της καινής κρίσης. Ο πιστός βέβαια έχει την αίσθηση του υλικού, αντιλαμβάνεται όμως ότι αυτή η ύλη μετασχηματίσθηκε και «ενεδύθη την αθανασίαν» (Α΄Κορ. ιε΄52-54, Θ.Η.Ε. τόμ. 5, σελ. 367).
ΠΗΓΗ:http://syndesmosklchi.blogspot.gr