Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Ο Καρκίνος (Γ΄)

Ο καρκίνος και το χαροποιόν πένθος 
της μνήμης θανάτου
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/1I1WmxH]
«Ο χριστιανισμός είναι ο μόνος που μπορεί και πρέπει να ανταποκριθεί στην επιτακτική ανάγκη κάποιας αντιμετωπίσεως του θανάτου και του πένθους που ο σύγχρονος πολιτισμός έχει καλύψει με μια διακριτική σιωπή»[6]. Να μιλάς για τον θάνατο σημαίνει να διερωτάσαι για τον δικό σου θάνατο. Η ενασχόληση με τον θάνατο μπορεί να παροξύνει προσωπικές φοβίες. Θεωρείται συνήθως μακάβριο θέμα και δεν πιστεύεται ότι υπάρχει σοβαρός λόγος ν’ ασχολούμεθα με αυτό. Γι’ αυτό συγχαίρω εγκάρδια την Οργανωτική Επιτροπή του παρόντος συνεδρίου για την έμπνευση να συμπεριλάβει στη θεματολογία του και την αποψινή ομιλία. Ο ομιλών, ως μοναχός Αγιορείτης, θέλει να βιώνει το χαροποιόν πένθος της μνήμης του θανάτου. Το στασίδι του στο ναό, το κλινάρι του στο κελλί του, το σώμα του το ίδιο, σημαίνουν τον τάφο του και το ράσο του το επιτάφιο ένδυμα. Όχι μόνο όμως έτσι, συμβολικά και ιδεατά, αλλά και ως μακροχρόνια κι επίπονα ασθενής, προ τετραετίας περίπου υποβληθείς σε μεταμόσχευση ήπατος, βίωσε το άλγος, οσμίσθηκε θάνατο, έτσι δεν σας ομιλεί φιλολογικά, αλλά με δάκρυα, ιδρώτες και άλγη, για τα οποία ευχαριστεί τον Θεό, αφού εκεί τον ανακάλυψε καλύτερα. Δεν στάθηκε μοιρολατρικά, παθητικά στο πρόβλημά του, φοβήθηκε, λύγισε, αλλά δεν απόκαμε. Συγχωρέστε μου αυτή την εξομολόγηση, νομίζω όμως ότι από αγάπη μπορούμε μερικές φορές και να εκτιθέμεθα.
Πηγή: orthodoxanswers.gr
Πηγή: orthodoxanswers.gr
Θα προσπαθήσω να γίνω λίγο πιο αναλυτικός, γιατί ο ασθενής και συγκεκριμένα ο καρκινοπαθής φοβάται τόσο τον θάνατο. Κατ’ αρχάς δεν είναι αφύσικος και ανόητος αυτός ο φόβος. Δικαιολογείται και καλούμεθα να τον αντιμετωπίσουμε και απαλύνουμε. Η ασθένεια συνηθέστατα φέρνει αυτές τις σκέψεις. Ούτε να τρομάζουμε εμείς που τις έχουμε, ούτε να τρομάζουμε αυτούς που τις έχουν, ούτε να προσπαθούμε να παρηγορήσουμε με ψέματα, με μετάθεση, με αναβολή, με προχειρότητα κι επιπολαιότητα. Επαναλαμβάνουμε, γιατί θεωρούμε πως είναι σημαντικό πως, όσο πιο πνευματικά νεκρός είναι ένας ασθενής, τόσο πιο πολύ φοβάται τον θάνατο. Ελέγχεται από τη ζωή του κι έχει ενοχές κι αισθάνεται ότι τα χάνει όλα, αφού είναι τρομερά δεμένος με τα υλικά αγαθά. Η παρούσα φάση, αν τον οδηγήσει στη μετάνοια, είναι ένα κέρδος και η κατάσταση αντιμετωπίζεται καλύτερα με την εγρήγορση, την προσευχή, τη συντριβή και την κατανόηση.
Δεν μπορούμε να πούμε με κανένα τρόπο ότι ο θάνατος είναι κάτι το καλό και μας απαλλάσσει και μας αναπαύει. Ο θάνατος είναι μυστήριο, είναι φρικτός και φοβερός. Αν κάποτε μιλάμε με ωραιοποιημένες εκφράσεις γι’ αυτόν είναι για καθαρά ποιμαντικούς λόγους και προς παρηγορία των πενθούντων. Οι απλοί και ταπεινοί άνθρωποι, κυρίως της μή τουριστικοποιημένης υπαίθρου, δίχως να μιλούν με μεγάλα και παχειά λόγια, αποδέχονται με θλίψη βέβαια, αλλά όχι με τρόμο το τέλος της ζωής, κι ετοιμάζονται σαν για μεγάλο ταξίδι, εξομολογούνται, κοινωνούν, αποχαιρετούν. Οι αστοί, οι κάπως πιο μορφωμένοι, οι έχοντες κάποιο όνομα και αξίωμα, αντιμετωπίζουν τον θάνατο φιλοσοφικά, σαν ένα φυσικό τέλος της ζωής, δεν το πολυσυζητούν όμως, ανησυχούν, θα είχαν, λέγουν, κι άλλα πράγματα να κάνουν, θα ήθελαν και θα μπορούσαν άλλο λίγο να ζήσουν.
Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας, αν βρεθούν απέναντι σ’ ένα συγγενή τους, που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, έχουν ένα συνωμοτικό ύφος, είναι εκνευρισμένοι, ενοχλούν ιδιαίτερα τους ιατρούς και το προσωπικό, ως να είναι εκείνοι οι υπεύθυνοι, συνεννοούνται με νεύματα, με ψιθύρους στους διαδρόμους, θεωρώντας ότι η αλήθεια, αν ειπωθεί, είναι επικίνδυνη και θα επιταχύνει το πρόβλημα. Ο ασθενής όμως μέσα στη θλίψη του πόνου του αισθάνεται, κατανοεί, αντιλαμβάνεται τη θεατρική πράξη που παίζεται και αφήνεται πιο μόνος στις πράγματι δύσκολες αυτές ώρες. Συχνά προσκαλείται και παρακαλείται να λάβει μέρος και ο ιατρός στην επιλεγμένη από τους συγγενείς παράσταση. Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, θα την έλεγα των μασκοφόρων χριστιανών, που και την ύστατη αυτή ώρα αγωνίζονται να προσποιούνται τους απαθείς, με χαμόγελα και υποκριτικές ευχές, για να μή χαλάσουν ένα προφίλ που από ετών παρουσίαζαν τεχνηέντως. Είναι λυπηρό ο άνθρωπος να μή θέλει να παραδεχθεί τη γύμνια του ούτε τότε. Οι άνθρωποι αυτοί, ασθενείς ή συγγενείς, έχουν μια μαγική αντίληψη περί της Εκκλησίας και των θείων μυστηρίων της, μερικές φορές μάλιστα απαιτούν το θαύμα και δεν υπακούουν και στις ιατρικές εντολές. Πρόκειται για δύσκολες περιπτώσεις ψυχικά ασθενών.
[Συνεχίζεται]
  1. Φάρου Φιλοθέου αρχιμ.., Το πένθος, Αθήνα 1981, σ. 16.

Η Αγιότητα!



H παρεξηγημένη αγιότητα
 του Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννου (Ζηζιούλα)
Η λέξη «άγιος» ή «αγιότητα» παραπέμπει σε κάτι εντελώς άσχετο και ξένο προς την εποχή μας, προς τον πολιτισμό και τις αναζητήσεις του συγχρόνου ανθρώπου. Ποιος από τους γονείς της εποχής μας φιλοδοξεί να κάνει τα παιδιά του «άγιους»; Ποιο από τα σχολεία μας και τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα καλλιεργούν την αγιότητα ή την προβάλουν ως όραμα και πρότυπο; Ο «επιτυχημένος» άνθρωπος της εποχής μας, το ιδανικό της σύγχρονης παιδείας και του πολιτισμού μας, δεν είναι καν ο «καλός κι αγαθός» των κλασσικών χρόνων. Είναι εκείνος που εξασφαλίζει χρήματα, ανέσεις και κοινωνική προβολή -αυτό θέλουν οι γονείς από τα παιδιά τους, σ’ αυτό κυρίως αποβλέπουν τα εκπαιδευτικά μας συστήματα, αυτό καλλιεργούν τα μέσα επικοινωνίας, αυτό ονειρεύεται η πλειονότητα των νέων μας.
Πράγματι, σε μια κοινωνία, η οποία βιώνει ως το σοβαρότερο πρόβλημά της την ανεργία και κυριαρχείται από το άγχος πώς να αυξήσει το κατά κεφαλήν εισόδημα, το να γίνεται λόγος για άγιους και αγιότητα αποτελεί πρόκληση, αν όχι πρόσκληση σε γέλωτα και χλευασμό. Όντως, η αγιότητα αποτελεί ένα «λησμονημένο όραμα».
Λησμονημένο γιατί κάποτε υπήρχε, γιατί αυτό ενέπνεε τον πολιτισμό μας, διότι οι άνθρωποί μας άλλοτε ζούσαν με τους αγίους και αντλούσαν από αυτούς το μέτρο του πολιτισμού τους, αυτοί ήταν οι ήρωες, οι μεγάλοι πρωταθλητές, οι «διάσημοι ποδοσφαιριστές» και «σταρ» των χρόνων τους. Τώρα έχουν μείνει μόνο τα ονόματα των αγίων μας, και αυτά «κουτσουρεμένα» και αλλοιωμένα επί το ξενικώτερον, ενώ οι άνθρωποι προτιμούν πλέον να γιορτάζουν όχι τις μνήμες των αγίων τους, μα τα δικά τους προσωπικά γενέθλια. Σε μια τέτοια εποχή τι να πει κανείς για την αγιότητα; Ο λόγος του θα πέσει στο κενό.
Μα, από το άλλο μέρος, πώς να μη μιλήσει κανείς για κάτι τόσο κεντρικό και θεμελιώδες για τη ζωή του χριστιανού; Γιατί η πίστη μας χωρίς τους αγίους παύει να υφίσταται. Διότι, αν λησμονήσουμε την αγιότητα, δεν απομένει από την Εκκλησία παρά ο ταυτισμός της με τον κόσμο, η «εκκοσμίκευσή της» είναι πλέον αναπόφευκτη.
Αλλά η αγιότητα δεν είναι μόνο «λησμονημένη» στις μέρες μας, είναι όταν και όπως γίνεται λόγος γι’ αυτήν, και παρεξηγημένη. Τι σημαίνει αγιότητα, όταν τη δει κανείς ως εικονισμό της Βασιλείας του Θεού, ως βίωμα και πρόγευση των εσχάτων;
Αν ρωτήσει κανείς τυχαία τους ανθρώπους στον δρόμο τι αποτελεί κατά τη γνώμη τους «αγιότητα», η απάντηση που θα λάβει κατά κανόνα είναι περίπου η εξής: άγιος είναι εκείνος που δεν κάνει αμαρτίες, που τηρεί τον νόμο του Θεού, είναι ηθικός από κάθε άποψη, με μια φράση: «δεν αμαρτάνει». Σε ορισμένες περιπτώσεις στην έννοια της αγιότητας προστίθεται ένα στοιχείο και με χροιά μυστικισμού, σύμφωνα με την οποία άγιος είναι εκείνος που έχει εσωτερικά βιώματα, επικοινωνεί με το «θείον», περιέρχεται σε έκσταση και βλέπει πράγματα που δεν τα βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι, με λίγα λόγια ζει υπερφυσικές καταστάσεις και ενεργεί υπερφυσικές πράξεις.
Έτσι η έννοια της αγιότητας φαίνεται να συνδέεται στη σκέψη των ανθρώπων με κριτήρια ηθικολογικά και ψυχολογικά. Όσο πιο ενάρετος είναι κανείς, τόσο πιο άγιος είναι. Και όσο πιο χαρισματικός είναι κάποιος και επιδεικνύει ικανότητες που δεν τις έχουν συνήθως οι άνθρωποι (όπως να διαβάζει τη σκέψη μας, να προβλέπει το μέλλον μας κ.λπ.), τόσο περισσότερο μας κάνει να τον θεωρούμε «άγιο». Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα: όταν διαπιστώσουμε κάποιο ελάττωμα στον χαρακτήρα ή τη συμπεριφορά κάποιου (ότι τρώει πολύ, θυμώνει κ.λπ.), τότε τον διαγράφουμε από τους «αγίους». Ή αν δεν εκδηλώσει υπερφυσικές ικανότητες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μας ξενίζει και η σκέψη ακόμη ότι θα μπορούσε κάποιος να είναι άγιος.
Η κοινή και διαδεδομένη αυτή αντίληψη για την αγιότητα δημιουργεί ορισμένα βασικά ερωτηματικά, όταν τη θέσουμε στο φως του Ευαγγελίου, της πίστεως και της παραδόσεώς μας. Ας αναφέρουμε μερικά από αυτά:
1. Αν η αγιότητα συνίσταται κυρίως στην τήρηση των ηθικών αρχών, τότε γιατί ο Φαρισαίος κατακρίθηκε από τον Κύριο, ενώ δικαιώθηκε ο Τελώνης στη γνωστή σε όλους μας παραβολή; Συνηθίζουμε να αποκαλούμε τον Φαρισαίο «υποκριτή», αλλά στην πραγματικότητα δεν έλεγε ψέματα, όταν ισχυριζόταν ότι τηρούσε πιστά τον Νόμο, ότι έδινε το 1/10 της περιουσίας του στους πτωχούς και ότι τίποτε από όσα του ζητούσε ο Θεός ως πιστός Ιουδαίος δεν παρέλειπε να εφαρμόσει. Όπως επίσης δεν έλεγε ψέματα όταν χαρακτήριζε τον τελώνη αμαρτωλό -όπως και ο τελώνης τον εαυτό του- γιατί πράγματι ο τελώνης ήταν άδικος και παραβάτης των ηθικών κανόνων.
2. Παρόμοιο ερώτημα προκύπτει και από τη χρήση του όρου «άγιος» από τον Απόστολο Παύλο στις επιστολές του. Απευθυνόμενος στους χριστιανούς της Κορίνθου, της Θεσσαλονίκης, της Γαλατίας κ.λπ., ο Παύλος τους καλεί «αγίους». Στη συνέχεια όμως των επιστολών αυτών κατονομάζει μύρια όσα ηθικά ελαττώματα των χριστιανών αυτών, τα οποία και επικρίνει δριμύτατα. Στην προς Γαλάτας μάλιστα επιστολή φαίνεται ότι η ηθική κατάσταση των εκεί «αγίων» ήταν τόσο απογοητευτική, ώστε να αναγκάζεται ο Παύλος να τους γράψει: «ει γαρ αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ’ αλλήλων αναλωθείτε»! Πώς συμβαίνει να καλούνται οι πρώτοι χριστιανοί «άγιοι», όταν είναι βέβαιο ότι η καθημερινή τους ζωή δεν ήταν σύμφωνη με τις επιταγές της ίδιας της πίστεώς τους; Θα διανοείτο άραγε κανείς στις μέρες μας να καλούσε «άγιον» έναν από τους χριστιανούς;
3. Αν η αγιότητα συνδέεται με υπερφυσικά χαρίσματα, τότε θα μπορούσε να την αναζητήσει και να τη βρει κανείς και έξω από την Εκκλησία. Είναι γνωστό ότι και τα πονηρά πνεύματα ενεργούν υπερφυσικές πράξεις. Οι άγιοι δεν είναι μάντεις και φακίρηδες, ούτε κρίνεται η αγιότητα τους από τέτοια «χαρίσματα». Υπάρχουν άγιοι της Εκκλησίας μας για τους οποίους δεν αναφέρονται θαύματα, ενώ υπήρξαν θαυματοποιοί, οι οποίοι ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν ως άγιοι. Είναι, σχετικά, πολύ ενδιαφέροντα όσα γράφει ο Απόστολος Παύλος στην Α’ επιστολή του προς τους Κορινθίους, οι οποίοι, όπως πολλοί σήμερα, εντυπωσιάζονταν από υπερφυσικές ενέργειες: «και εάν έχω πίστιν ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί». Το να διατάξεις ένα βουνό να μετακινηθεί, είχε πει ο Κύριος ότι είναι δυνατόν, αν έχεις πίστη «ως κόκκον σινάπεως». Δεν είναι όμως από μόνο του δείγμα αγιότητας, δεν είναι τίποτα «ουδέν», αν δεν υπάρχει η προϋπόθεση της αγάπης, κάτι δηλαδή που οποιοσδήποτε άνθρωπος χωρίς θαυματουργικές ικανότητες μπορεί να έχει. Θαυματουργία και αγιότητα δεν ταυτίζονται, ούτε συνυπάρχουν κατ’ ανάγκη.
4. Παρόμοια ερωτηματικά δημιουργούνται από τη σύνδεση της αγιότητας με ασυνήθεις και «μυστικές» ψυχολογικές εμπειρίες. Πολλοί ανατρέχουν σήμερα στις ανατολικές θρησκείες για να συναντήσουν εξαϋλωμένους «γκουρού», ανθρώπους εξαίρετης αυτοπειθαρχίας, ασκήσεως και προσευχής. Η Εκκλησία μας δεν τους θεωρεί αυτούς αγίους, όσο βαθιές και υπερφυσικές και αν είναι οι εμπειρίες τους, και όσο σπουδαία και αν είναι η αρετή τους.
Έτσι τελικά τίθεται το ερώτημα: υπάρχουν άγιοι εκτός της Εκκλησίας; Αν η λέξη «άγιος» σημαίνει αυτό που γενικά ο κόσμος νομίζει και που περιγράφουμε πιο πάνω (δηλαδή ηθικός βίος, υπερφυσικά χαρίσματα και υπερφυσικές εμπειρίες), τότε πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπάρχουν άγιοι και εκτός της Εκκλησίας (Ίσως μάλιστα συχνότερα εκτός παρά εντός). Αν πάλι θελήσουμε να πούμε ότι η αγιότητα είναι δυνατή μόνο στην Εκκλησία, τότε πρέπει να αναζητήσουμε το νόημα της αγιότητας πέρα από τα κριτήρια που αναφέρουμε πιο πάνω, πέρα δηλαδή από την ηθική τελειότητα και τις υπερφυσικές δυνάμεις και εμπειρίες.
Ας δούμε, λοιπόν, πώς αντιλαμβάνεται η Εκκλησία μας την αγιότητα.
Ο όρος «άγιος» έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Η ρίζα της λέξεως στην ελληνική γλώσσα είναι το αγ-, από το οποίο παράγονται μια σειρά από όρους, όπως το αγνός, το άγος κ.λπ. Τη βαθύτερη σημασία της ρίζας αυτής την κρατάει το ρήμα άζεσθαι, που σημαίνει το δέος σε μια απόκρυφη και φοβερή δύναμη (Αισχύλου, Ευμ. 384 κ. έ.), το σέβας προς τον φορέα της Δύναμης (Ομήρου, Οδύσ. 9,200 κ. έ.) κ.λπ. Έτσι στον αρχαίο ελληνισμό η αγιότητα συνδέεται με τη δύναμη, με αυτό που ο Otto αποκαλεί mysterium fascinosum et tremendum -αυτό που προκαλεί ταυτόχρονα έλξη και φόβο.
Στην Παλαιά Διαθήκη η σημιτική λέξη, που μεταφράζεται από τους Εβδομήκοντα με το «άγιος» είναι το godes, που συγγενεύει με την ασσυριακή kuddushu, και που δηλώνει «κόβω, χωρίζω», διακρίνω ριζικά, καθαιρώ (εξ ου και η σύνδεση με την καθαρότητα και αγνότητα). Τα άγια πράγματα είναι αυτά που τα ξεχωρίζει κανείς από τα υπόλοιπα -κυρίως στη λατρεία- και τα αφιερώνει στον Θεό.
Έτσι η Αγία Γραφή προχωρεί πέρα από την ψυχολογική σημασία που συναντούμε στους αρχαίους Έλληνες (το δέος, τον φόβο, τον σεβασμό προς μια ανώτερη δύναμη) και συνδέει την έννοια του «αγίου» με την απόλυτη ετερότητα, το απολύτως Άλλο, πράγμα που τελικά οδηγεί την Αγία Γραφή στην ταύτιση του «αγίου» με τον ίδιο τον Θεό, στην απόλυτη υπερβατικότητα σε σχέση με τον κόσμο. Άγιος είναι μόνο ο Θεός, και απ’ Αυτόν και μόνο και τη σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε αγιότητα. Για να δηλωθεί μάλιστα με έμφαση η πίστη αυτή στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας, ο προφήτης της αγιότητας του Θεού) καλεί τον Θεό τρεις φορές άγιο: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ», που σημαίνει στη μορφή του εβραϊσμού, της τριπλής επαναλήψεως, απείρως άγιος (πρβ. το 777 και το αντίθετό του 666, για το οποίο τόσος λόγος και τόσος τρόμος γίνεται σήμερα).
Συνεπώς για την Αγία Γραφή η αγιότητα ταυτίζεται με τον Θεό και όχι με τον άνθρωπο ή τα ιερά πράγματα, όπως στον αρχαίο Ελληνισμό, γίνεται πρόσωπο, και μάλιστα στους Πατέρες της Εκκλησίας ταυτίζεται με την Αγία Τριάδα, με την οποία οι Πατέρες ταυτίζονται και το τρεις φορές άγιος τοy Προφήτη Ησαΐα. Η αγιότητα, συνεπώς, για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική, και δεν εξαρτάται από τα ηθικά επιτεύγματα του ανθρώπου, όσο σπουδαία και αν είναι αυτά, αλλά από τη δόξα και τη χάρη του Θεού, από τον βαθμό της προσωπικής σχέσεώς μας με τον προσωπικό Θεό. (Για τον λόγο αυτό και η Θεοτόκος ονομάζεται «Παναγία» ή και «Υπεραγία» -όχι για τις αρετές Της, αλλά γιατί αυτή, περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, ενώθηκε προσωπικά με τον άγιο Θεό δίνοντας σάρκα και αίμα στον Υιό του Θεού).
Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι για την Εκκλησία ατομικό κτήμα κανενός, όσο «άγιος» κι αν είναι κανείς στη ζωή του, αλλά θέμα σχέσεως προσωπικής με τον Θεό. Ο Θεός κατά την ελεύθερη βούλησή Του αγιάζει όποιον Εκείνος θέλει, χωρίς να εξαρτάται ο αγιασμός από κάτι άλλο, παρά μόνο από την ελεύθερη θέληση του αγιασμένου. Όπως τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, οι άνθρωποι δεν συνεισφέρουμε τίποτε άλλο εκτός από την προαίρεσή μας, χωρίς την οποία ο Θεός δεν ενεργεί, ο δε κόπος και η άσκησή μας δεν παράγει ως αποτέλεσμα την αγιότητά μας, αφού μπορούν να αποδειχθούν σκύβαλο χωρίς καμιά αξία.
Αυτή η ταύτιση της αγιότητας με τον ίδιο τον Θεό, στη χριστιανική πίστη οδηγεί στη σύνδεσή της με την ίδια τη δόξα του Θεού. Αγιότητα σημαίνει πλέον το να δοξασθεί ο Θεός από όλο τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ως πρώτο αίτημα της Κυριακής προσευχής δεν είναι άλλο από το «αγιασθήτω το όνομά Σου». Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η προσευχή αυτή είναι εσχατολογική, δηλαδή αναφέρεται στην τελική κατάσταση του κόσμου, είναι σαφές ότι αυτό που ζητούμε στο «Πάτερ ημών» είναι να δοξασθεί ο Θεός από όλο τον κόσμο, να έλθει η στιγμή που όλος ο κόσμος θα πει μαζί με τα Χερουβείμ αυτό που είδε και άκουσε ο Ησαΐας στο όραμά του: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου! Ωσαννά εν τοις υψίστοις».
Οι άγιοι δεν επιζητούν τη δική τους δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Ο Θεός δοξάζει τους αγίους, όχι με τη δική τους δόξα, αλλά με την ίδια Του τη δόξα. Οι άγιοι αγιάζονται και δοξάζονται όχι με μια αγιότητα και μια δόξα που πηγάζει από μέσα τους, αλλά με την αγιότητα και τη δόξα του ίδιου του Θεού (πρβ. βυζαντινή αγιογραφία -χρήση φωτός απ’ έξω προς τα έσω κ.λπ.). Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη θέωση των αγίων.
Όπως αποσαφηνίστηκε κατά τις ησυχαστικές έριδες του 14ου αιώνα, σε αντίθεση προς τη δυτική θεολογία, η οποία έκανε λόγο για «κτιστή» χάρη, δηλαδή χάρη και δόξα που ανήκει στην ίδια τη φύση των ανθρώπων δοσμένη από τον Θεό κατά τη δημιουργία, η Ορθόδοξη θεολογία, όπως την ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι άλλοι ησυχαστές των χρόνων εκείνων, αντιλαμβάνεται το φως που βλέπουν οι άγιοι και τη δόξα που τους περιβάλλει ως «άκτιστες» ενέργειες του Θεού, δηλαδή ως το φως και τη δόξα αυτού του ίδιου του Θεού. Ο πραγματικός άγιος, είναι εκείνος που δεν επιζητεί με κανένα τρόπο τη δική του δόξα, αλλά μόνο τη δόξα του Θεού. Όταν επιζητεί κανείς τη δική του δόξα, χάνει την αγιότητά του, γιατί σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει άλλος άγιος εκτός από τον Θεό. Αγιότητα σημαίνει μετοχή και κοινωνία στην αγιότητα του Θεού -αυτό σημαίνει άλλωστε θέωση. Κάθε αγιότητα που στηρίζεται στις αρετές μας, στην ηθική μας, στα προσόντα μας, στην άσκησή μας κ.λπ. είναι δαιμονική, και δεν έχει καμιά σχέση με την αγιότητα της Εκκλησίας μας. Από τις παρατηρήσεις αυτές γίνεται φανερό γιατί η κατ’ εξοχήν πηγή της αγιότητας βρίσκεται στη Θεία Ευχαριστία. Ας αναλύσουμε κάπως τη θέση αυτή.
Είπαμε ότι δεν υπάρχει άλλη αγιότητα από εκείνη του Θεού, και ότι οι άγιοι δεν διαθέτουν δική τους αγιότητα, αλλά μετέχουν στην αγιότητα του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι στην Εκκλησία δεν έχουμε αγίους, παρά μόνον με την έννοια των ηγιασμένων.
Όταν τον 4ο αιώνα μ.Χ. γίνονταν συζητήσεις σχετικά με τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, το κύριο επιχείρημα του αγίου Αθανασίου, για να αποδείξει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός και όχι κτίσμα, ήταν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν αγιάζεται, αλλά μόνον αγιάζει. Αν αγιαζόταν, θα ήταν κτίσμα, διότι τα κτίσματα, και συνεπώς και οι άνθρωποι, δεν αγιάζουν, αλλά αγιάζονται. Ο Χριστός στην αρχιερατική προσευχή Του, που διασώζεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και την ακούμε στο πρώτο από τα «δώδεκα Ευαγγέλια» της Μ. Πέμπτης, λέγει τη βαρυσήμαντη φράση προς τον Πατέρα: «υπέρ αυτών (των μαθητών και των ανθρώπων, κατ’ επέκταση) εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθείᾳ».  Τα λόγια αυτά λέγονται λίγο πριν από το Πάθος και σε σχέση με τον Μυστικό Δείπνο, έχουν δε ευχαριστιακό νόημα: ο Χριστός με τη θυσία Του αγιάζει ο ίδιος (ως Θεός) τον εαυτό Του (ως άνθρωπος) για ν’ αγιασθούμε εμείς κοινωνώντας το σώμα και το αίμα Του. Με τη συμμετοχή μας στη Θεία Ευχαριστία αγιαζόμεθα, δηλαδή γινόμαστε άγιοι κοινωνώντας με τον έναν και μόνον άγιο, τον Χριστό.
Ίσως δεν υπάρχει πιο αποκαλυπτικό σημείο της ζωής του χριστιανού του τι είναι αγιότητα, από την εκφώνηση του ιερέως, όταν υψώνει το Τίμιο Σώμα λίγο πριν από τη Θ. Κοινωνία: «τα άγια τοις αγίοις», δηλαδή το Σώμα του Χριστού και το Αίμα Του είναι άγια και προσφέρονται στους «άγιους», τα μέλη της Εκκλησίας προς κοινωνίαν. Η απάντηση του λαού στην εκφώνηση αυτή είναι συγκλονιστική, και συνοψίζει όσα είπαμε πιο πάνω: «εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Ένας είναι μόνον άγιος, ο Χριστός -εμείς είμαστε αμαρτωλοί- και η αγιότητά Του, στην οποία καλούμεθα να συμμετάσχουμε και εμείς οι αμαρτωλοί, δεν αποβλέπει σε τίποτε άλλο από τη δόξα του Θεού (εις δόξαν Θεού Πατρός). Την ώρα εκείνη η Εκκλησία βιώνει την αγιότητα στο αποκορύφωμά της. Με την ομολογία «εις άγιος», κάθε αρετή μας και κάθε αξία μας εκμηδενίζονται μπροστά στην αγιότητα του μόνου Άγιου. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσερχώμεθα στη Θ. Κοινωνία χωρίς προπαρασκευή και αγώνα για την άξια προσέλευσή μας. Σημαίνει όμως ότι όσο και αν προετοιμαστούμε, δεν γινόμαστε άγιοι προτού κοινωνήσουμε. Η αγιότητα δεν προηγείται της ευχαριστιακής κοινωνίας, αλλ’ έπεται. Αν είμαστε άγιοι πριν κοινωνήσουμε, τότε προς τι η Θ. Κοινωνία; Μόνον η μετοχή στην αγιότητα του Θεού μας αγιάζει, και αυτό είναι που μας προσφέρει η Θ. Κοινωνία. Από την παρατήρηση αυτή πηγάζει μια σειρά από αλήθειες που έχουν σχέση με το θέμα μας.
Η πρώτη είναι ότι κατανοούμε με τον τρόπο αυτό γιατί στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου όλα τα μέλη της Εκκλησίας καλούνται «άγιοι», παρά το ότι δεν χαρακτηρίζονται από ηθική τελειότητα. Εφ’ όσον αγιότητα για τους ανθρώπους σημαίνει μετοχή στην αγιότητα του Θεού, όπως αυτή προσφέρεται από τον Χριστό, ο Οποίος υπέρ ημών αγιάζει εαυτόν με τη θυσία Του, όλα τα μέλη της Εκκλησίας, που μετέχουν στον αγιασμό αυτό μπορούν να καλούνται «άγιοι».
Με την ίδια «λογική», στη γλώσσα της Εκκλησίας ήδη από τους πρώτους αιώνες και τα στοιχεία της Ευχαριστίας έλαβαν το όνομα «τα άγια» (πρβ. τα άγια τοις αγίοις»), παρά το ότι από τη φύση τους δεν είναι άγια. Και με την ίδια αιτιολογία
η Εκκλησία πολύ νωρίς επίσης απένειμε τον τίτλο «άγιος» στους επισκόπους. Πολλοί σκανδαλίζονται σήμερα όταν λέμε «ο άγιος δείνα» Ο επίσκοπος καλείται κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι για τις αρετές του, αλλά γιατί εικονίζει στη Θ. Ευχαριστία τον μόνον άγιο, ως εικών του Χριστού και ως καθήμενος εις τόπον και τύπον Θεού, κατά τον άγιο Ιγνάτιο. Η θέση του επισκόπου στη Θ. Ευχαριστία είναι εκείνη που δικαιολογεί τον τίτλο «άγιος». Ο Ορθόδοξος λαός, πριν υποστεί τη διάβρωση του ευσεβισμού, δεν είχε καμία δυσκολία να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του εικονισμού, και βλέπει τον ίδιο τον Χριστό στο πρόσωπο εκείνου, που τον εικονίζει μέσα στη Θ. Λειτουργία, δηλαδή στον επίσκοπο.
Έτσι η Θ. Ευχαριστία είναι η κατ’ εξοχήν «κοινωνία αγίων». Σ’ αυτήν αποβλέπει η άσκηση των οσίων, η οποία δεν είναι ποτέ σκοπός, αλλά μέσο προς τον σκοπό, που είναι η ευχαριστιακή κοινωνία. Το σημείο αυτό λησμονείται και παραβλέπεται από πολλούς σύγχρονους θεολόγους, ακόμα και Ορθοδόξους, οι οποίοι, ιδιαίτερα στις μέρες μας, τείνουν να ταυτίσουν την αγιότητα με την άσκηση.
Η περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας όμως είναι εύγλωττη. Επί σαράντα χρόνια ασκήθηκε σκληρά για να καθαρθεί από τα πάθη, αλλά όταν κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων από τον άγιο Ζωσιμά, τότε ετελεύτησε τον βίο έχοντας αγιασθεί. Ο σκοπός της ασκήσεώς της ήταν η ευχαριστιακή κοινωνία. Θα ήταν αγία η οσία Μαρία, αν είχε καθαρθεί από τα πάθη αλλά δεν είχε κοινωνήσει; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική.
Αλλά η Θ. Ευχαριστία είναι το αποκορύφωμα του αγιασμού, όχι μόνο γιατί αυτή προσφέρει στον άνθρωπο την τελειότερη και πληρέστερη ένωση (σωματική και πνευματική) με τον μόνον άγιο, αλλά και διότι αποτελεί τον πιο τέλειο εικονισμό της Βασιλείας τού Θεού, δηλαδή της καταστάσεως εκείνης, στην οποία θα αγιάζεται και θα δοξάζεται από όλη την κτίση αιώνια και αδιάκοπα ο «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ».
Από το βιβλίο «Αγιότητα, ένα λησμονημένο όραμα», εκδ. Ακρίτας
ΠΗΓΗ:  http://www.faneromenihol.gr/

"O καρκίνος "

  Ο καρκίνος είναι ευλογημένη αρρώστια'

alt"Ευλογημένη" ασθένεια; Εισβολέας αμφιβόλου δυναμικής; Θλιβερό φλερτ με το θάνατο; 'Η ένα τέρας που πρέπει να απομυθοποιηθεί; Απαντήσεις σε αυτά τα καίρια ερωτήματα δίνουν, ενόψει της Παγκόσμιας Μέρας Επιβιωσάντων Καρκίνου την Κυριακή 7 Ιουνίου, στην κάμερα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων 3 πρώην καρκινοπαθείς κι ένας ψυχίατροaltς.





Ο ογκολόγος Παθολόγος Νίκος Καρβούνης, τέως διευθυντής Α' Ογκολογικής Κλινικής του ΕΑΝΠ ΜΕΤΑΞΑ και νυν διοικητής της 2ης ΥΠΕ, ο δημοσιογράφος Κώστας Μανιμανάκης και η συνταξιούχος Βούλα Μπέγκα ξετυλίγουν ο καθένας το κουβάρι της προσωπικής του εμπειρίας, μέσα από τον καρκίνο.
«Είναι πολύ σκληρό και δύσκολο να ανακοινώνεις στον ασθενή, στην πρώτη-δεύτερη επαφή, ότι έχει καρκίνο. Αφήνεις ένα παράθυρο να ανασάνει ο άλλος. Παρά πολλοί άνθρωποι δεν δέχονται αυτή τη διάγνωση και πρέπει να ειπωθεί με τρόπο» μας λέει ο ογκολόγος- παθολόγος Νίκος Καρβούνης, πρώην καρκινοπαθής ο ίδιος.
«Ο καρκίνος είναι ευλογημένη αρρώστια, γιατί σου δίνει το δικαίωμα και το χρόνο να σκεφτείς και να αναθεωρήσεις πολλά πράγματα. Μέχρι να μου ανακοινώσουν ότι έχω αρρωστήσει, με ενδιέφερε μόνο η καριέρα μου. Η ζωή μου μέχρι τότε ήταν σπίτι - δουλειά. Τώρα είναι ζωή» λέει ο δημοσιογράφος Κώστας Μανιμανάκης που έχει βιώσει τον καρκίνο δύο φορές μέχρι σήμερα.
«Στην αρχή, όταν διαγνώστηκε ο καρκίνος, είχα σκηνοθετήσει πολλές φορές την κηδεία μου. Πώς θα είναι... Πώς θα με πάνε... Έχω σκεφτεί πάρα πολλές φορές τον άντρα μου μόνο του. Αυτά είναι ανθρώπινα, φυσιολογικά πράγματα. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι που έχουν καρκίνο τα έχουν σκηνοθετήσει αυτά τα πράγματα» αναφέρει στην κάμερα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων η συνταξιούχος Βούλα Μπέγκα 9 χρόνια μετά την περιπέτεια της.
Ο ψυχίατρος Χαράλαμπος Μπεντενίδης, τέως διευθυντής του ψυχιατρικού τομέα του ΕΑΝΠ ΜΕΤΑΞΑ, εξηγεί από την πλευρά του τον ιαματικό ρόλο της ειλικρίνειας και της αποδοχής στην έκβαση της νόσου.

«Έχω γνωρίσει αρρώστους με καρκίνο οι οποίοι μου έχουν πει "γιατρέ τι θα γινόμουν χωρίς τον καρκίνο μου";». Είναι πολύ σημαντικό να αποκτάς εργαλεία ζωής, μέσα από αυτά που σου συμβαίνουν, για καλύτερη ποιότητα ζωής», επισημαίνει στην κάμερα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων ο κ. Μπεντενίδης.
Δείτε το βίντεο του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
Επιμέλεια θέματος: Συντακτική Ομάδα Υγείαonline

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Ο καρκίνος ....(Β΄)

(συνέχεια από το προηγούμενο)
Ερχόμεθα τώρα στο θέμα μας το πικρό και δύσκολο. Ένας καρκινοπαθής σήμερα δυστυχώς από πολλούς θεωρείται όπως κάποτε ένας λεπρός. Δεν είναι φυσιολογική η ματιά μας απέναντι του. Έχει ένα πολύ λαθεμένο στοιχείο οίκτου, που ο ασθενής εύκολα το αντιλαμβάνεται, για να μην πώ ότι έχει και μία κρυφή οίηση περί της ασφαλούς ιδικής μας υγείας, της ανωτερότητάς μας, της ισχύος και του κύρους μας, που είναι άγνωστο αν το έχουμε και, αν το έχουμε, μέχρι πότε θα το έχουμε. Ένας καρκινοπαθής συχνά έχει σοβαρές ψυχολογικές επιπλοκές, που επηρεάζουν ασφαλώς και την πορεία της σωματικής του ασθένειας, ιδιαίτερα στο τελικό στάδιο και στην ιδέα της αντιμετωπίσεως του θανάτου. Σχεδόν όλοι όσοι πληροφορούνται ότι πάσχουν από καρκίνο, κατά τις στατιστικές ειδικών[4], αντιδρούν με ανησυχία και φόβο.
Kind nurse laughing with elderly patient in wheelchair.
Kind nurse laughing with elderly patient in wheelchair.
Όταν η νόσος χρονίζει, αναπτύσσονται σε ορισμένους αμυντικοί μηχανισμοί και οι ασθενείς κατά κάποιο τρόπο προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση. Είναι όμως συχνό το φαινόμενο παρουσίας σοβαρών ψυχικών διαταραχών, που οδηγούν σε κατάθλιψη, άγχος, ενοχές, αϋπνίες, φοβίες, φαντασίες και ορισμένες φορές σε αμνησία, παράνοια, επίκληση του θανάτου. Στις δύσκολες αυτές καταστάσεις του τελικού σταδίου μπορεί ακόμη να έχουμε εχθρικότητα προς το περιβάλλον, μελαγχολία, καχυποψία, απομόνωση και τάσεις αυτοκτονίας. Είναι, νομίζουμε, μεγάλο το λάθος και για τον ασθενή και για τον ιατρό η λέξη καρκίνος να ταυτίζεται πάντα με τον θάνατο. Καλούνται όλοι να επανεξετάσουν και να επανατοποθετήσουν τη στάση τους ανταποκρινόμενοι στις βαθύτατες πνευματικές, ακόμη και συναισθηματικές ανάγκες των ασθενών. Μήν εξαντλούμε το ενδιαφέρον μας μόνο στην καλύτερη δοσολογία φαρμάκων. Αξίζει να συνεργασθούμε με τον ψυχίατρο, τον ψυχολόγο, τον κοινωνικό λειτουργό, τον καλό νοσοκόμο, τον υπομονετικό συγγενή, τον πνευματικό ιερέα, κυρίως τον ίδιο τον ασθενή. Η κατανόηση του περιβάλλοντος και η καλή συνδρομή τον ανακουφίζει αρκετά στην αντιμετώπιση του πόνου και στην άρση του σταυρού, του φόβου του θανάτου.
Το πέπλο του θανάτου απλώνεται παντού. Θάνατος φυσικός και αφύσικος πλημμυρίζει τις καθημερινές ειδήσεις· από πολέμους, τροχαία δυστυχήματα, μόλυνση του περιβάλλοντος, βιασμούς, ληστείες, εγκλήματα, επιδημίες και ανίατες ασθένειες. Η κάθε ημέρα μας πλησιάζει στον θάνατο. Είναι το μόνο σίγουρο, που όμως δεν το σκεφτόμαστε όσο πρέπει και όπως πρέπει. Όλοι φωνάζουμε: Μή μιλάτε για θάνατο! Ο σύγχρονος άνθρωπος, από τον φόβο του μην πεθάνει, πεθαίνει πριν πεθάνει. Ομολογώ πως μόνο μία θερμή πίστη μπορεί να μετριάσει αυτόν τον φοβερό φόβο του θανάτου, που μαστίζει τον άνθρωπο. Ο σωματικός θάνατος συντελείται με την αναχώρηση της ψυχής από το σώμα. Αν αυτού του βιαίου θανάτου προηγηθεί ο πνευματικός θάνατος, διά της καταφάσεως της αμαρτίας, τότε και ο σωματικός θάνατος γίνεται τραγικότερος, αδιέξοδος καί ανέλπιδος.
Αν ο άνθρωπος δεν πιστεύει στη μεταθανάτια ζωή, είναι δύσκολο να τον παρηγορήσεις. Μια ζωή ασυναίσθητη, αναξιοπρεπής και ασυνείδητη επιδεινώνει τον φόβο του θανάτου. Για τον μοναχό η μνήμη του θανάτου είναι ψυχωφελής. Κάθε πρωί ξυπνά σαν να είναι η πρώτη ημέρα της ζωής του και κάθε βράδυ πλαγιάζει σαν να είναι το τελευταίο της ζωής του. Έτσι, δεν κουράζεται από τη στέρεα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα και δεν ζεί με συνεχή όνειρα και βαρειά προγράμματα ως επιγείως αθάνατος. Στο Άγιον Όρος λέγουν αν δεν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις, εννοώντας τη νέκρωση των παθών προ του τάφου. «Ο Χριστός πέθανε πραγματικά, αλλά πέθανε για να συναντήσει τον άνθρωπο εκεί που βρίσκεται, μέσα στη φθορά και το θάνατο, μέσα στην οδύνη και την απογοήτευση, μέσα στο ανόητο και το παράλογο, και να τον αναστήσει»[5]. Με τον θάνατό του νίκησε τον θάνατο· «θανάτω θάνατον πατήσας και τοίς εν τοίς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
[Συνεχίζεται]
  1. Βακαλίκου Ι., «Ασθενείς τελικού σταδίου», Πρακτικά 6ου Πανελληνίου Συνεδρίου ’Ογκολογίας, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 55- 58.
  2. Κουνάβη Π. Γ., Ο Πόνος, Αθήνα 1994, σ. 128.

" Θεόν ουδείς εώρακε..."



Ο βασιλιάς που ήθελε να δει 
το Θεό
Ο βασιλιάς που ήθελε να δει το Θεό
Ένας βασιλιάς κάλεσε όλους τους λόγιους για να του δείξουν τον Θεό «Σας κάλεσα εδώ, εσάς τους επιστήμονες της αυτοκρατορίας μου για να μου Τον δείξετε, εγώ θέλω να δω τον Θεό. Αν δε μου Τον δείξετε θα σας κόψω το κεφάλι.
-«Μα βασιλιά μου πως θα σας δείξουμε τον Θεό;»
-«Ε, εσείς ξέρετε πολλά πράγματα έχετε βιβλία θα βρείτε τον τρόπο»
Και πλησίαζε ο καιρός που έπρεπε να δώσουν απάντηση και ήταν εκεί ένας βοσκός με τα πρόβατα του
-Γιατί είστε στενοχωρημένοι;
- Ο βασιλιάς μας κάλεσε επειδή είμαστε επιστήμονες και μας ζήτησε να του δείξουμε το Θεό. Αλλά εμείς παρά τις γνώσεις μας δεν τα καταφέραμε και μας περιμένει ο θάνατος
-Εγώ μπορώ να δείξω στο βασιλιά το Θεό αλλά ποιος θα με πάρει σε αυτόν;
Και πήραν το βοσκό και τον παρουσίασαν στο βασιλιά.
-Μεγαλειότατε, ξέρουμε ότι μας περιμένει ο θάνατος επειδή δεν καταφέραμε να σας δείξουμε το Θεό. Αλλά βρήκαμε αυτόν το βοσκό και μας είπε ότι αυτός θα σας Τον δείξει.
-Εντάξει βοσκέ αυτοί παρά τις γνώσεις τους δεν κατάφεραν να μου δείξουν το Θεό και θα τα καταφέρεις εσύ;
-Βασιλιά μου θα δεις το Θεό αλλά θα κάνεις ότι σου πω;
-Θα κάνω ότι μου πεις μόνο να Τον δω
Έκανε μεγάλη ζέστη ο ήλιος έκαιγε ήταν Ιούλιος μήνας και του λέει: «Βασιλιά ο Θεός βρίσκεται στον ήλιο. Εκεί κατοικεί. Να κοιτάς τον ήλιο αλλά να έχεις υπομονή, νομίζεις ότι ο Θεός εμφανίζεται τόσο γρήγορα;»
Και ο βασιλιάς κοίταζε… προσπαθούσε…
-Τι κάνετε;
-Βρε βοσκέ, ο ήλιος καίει και φωτίζει πολύ δυνατά και δεν μπορώ να κοιτάζω άλλο.
-Καλά βασιλιά μου αν εσύ δεν μπορείς να κοιτάζεις τον ήλιο που είναι δημιούργημα του Θεού πως θα δεις τον Θεό που δημιούργησε τον ήλιο;
Και τότε ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε: 
«Κοιτάξτε βρε εσείς με όλα σας τα γράμματα δεν μπορέσατε να μου εξηγήσετε τόσο καλά όσο αυτός ο βοσκός.
 ΠΗΓΗ: http://www.agioritikovima.gr/

Βιολί!

 Best Classical Violin Music : Vivaldi, Corelli, Mozart, Tchaikovsky, Stamitz, Szymanowski ...

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Ιερείς της Κωνσταντινουπόλεως:

Ηγούμενος Ι.Μ. Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας
Ο εφημέριος της Παναγίας στο Πέραν μου έλεγε πριν μερικά χρόνια: «Είμαι εδώ εφημέριος επί 54 χρόνια». Αν ζή, πρέπει να έχη ξεπεράση τα 60 χρόνια ιερατικής διακονίας. Και είδε δόξες να περνούν και να χάνονται…
Εμείς πολλές φορές έχουμε σαν όνειρο την συνταξιοδότησι. Να πάρουμε σύνταξι να γλυτώσουμε από τριμηνίες, προϋπολογισμούς και απολογισμούς. Γνώρισα τον πατέρα Φιλόθεο στην ηλικία των 92 ετών. Ήτο εφημέριος στον Άγιο Γεώργιο Εδίρνε Καπού (στην Πύλη της Αδριανουπόλεως). Ενορίτες; Αυτός, η παπαδιά του και μία κόρη, αν δεν απατώμαι. Ψάλαμε μαζί σε μια Προηγιασμένη στο Αγίασμα των Βλαχερνών. Εθαύμασα την αντοχή του στο ψάλσιμο, παρ’ όλη την προχωρημένη ηλικία του. Μετά την απόλυσι, τον ερώτησα:
—Είσθε συνταξιούχος;
Μου απήντησε:
—Εμείς εδώ δεν γνωρίζουμε τι έστι σύνταξις, πεθαίνουμε στο Θυσιαστήριο!
Μετά από τρία έτη έμαθα ότι εκοιμήθη. Όμως εκοιμήθη ως λειτουργός. Στο Θυσιαστήριο, από του χρέους μή κινών.
DSC057762
Ύστερα από το διάταγμα του Κεμάλ το 1934, η ρασοφορία εκτός του ναού απαγορεύεται. Οπότε οι ιερείς κυκλοφορούν με πολιτικά και εισερχόμενοι εις τον ναό φορούν ράσο και καλυμαύχι. Διευκρινίζω πως η ρασοφορία έκτοτε απαγορεύθηκε για τους τούρκους υπηκόους και μόνον, κι όχι δι’ όσους απλώς επισκέπτονται την Τουρκία (έξ Ελλάδος φέρ’ ειπείν ή όπου αλλού). Ενθυμούμαι, λοιπόν, τον μακαριστό π. Μελέτιο Σακκουλίδη, τον Μεγάλο Οικονόμο. Ήτο εφημέριος σε 11 ναούς της περιφερείας Υψωμαθείων. Έζησε τα δραματικά γεγονότα του ’55 στους Αγίους Θεοδώρους Βλάγκας. Αυτός ποτέ δεν εκάθισε σε ώρα ακολουθίας ή θείας Λειτουργίας. Μέχρι τέλους. Και εντύπωσι μου είχε κάνει μεγάλη, διότι δεν έκρυβε ποτέ την ιερωσύνη του. Και γένεια έτρεφε και κόμη διατηρούσε. Μάλιστα δε ο μακάριος εκείνος στο αριστερό πέτο του σακακιού του είχε πάντοτε καρφιτσωμένο ένα χρυσό σταυρό. Και πάντα έτσι κυκλοφορούσε εν μέσω αλλογενών και αλλοθρήσκων, με τον σταυρό να λάμπει.
Αυτό το διάταγμα του Κεμάλ έφερε σε πολύ δύσκολη θέσι τους εφημέριους τότε, αλλά και τους πιστούς. Έχει καταγραφεί ότι ο Πατριάρχης Φώτιος ο Β’ (επί του οποίου βγήκε το διάταγμα) ουδέποτε εξήλθε του Πατριαρχείου, αρνούμενος και μη ανεχόμενος να συνοδεύεται από παντελονοφόρους κληρικούς.
Ο μακαριστός π. Γεώργιος Όκουμούσης, εφημέριος στην Ίμβρο (εκοιμήθη πέρυσι), μου εδιηγείτο τα εξής: «Ο πατέρας μου ήταν παπάς. Όταν ήλθε ειδοποίησις από το Πατριαρχείο να βγάλουν οι ιερείς τα ράσα, να περιορίσουν κατά το δυνατόν τη γενειάδα και να κόψουν την κοτσίδα (για να μή δίδουν στόχο, διότι τα πράγματα τότε ήσαν πολύ άγρια και επικίνδυνα), έπεσε θρήνος στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου ήταν ιερεύς στους Αγίους Θεοδώρους και έπρεπε να συμμορφωθή. Με κλάματα η μητέρα μου παπαδιά πήρε το ψαλίδι, έκοψε την κοτσίδα και την τοποθέτησε σ’ ένα κουτί. Την έβαλε κάτω απ’ τα εικονίσματα, και όταν ο πατέρας μου εκοιμήθη, το μόνο κτέρισμα που τον συνώδευσε στον τάφο ήσαν τα μαλλιά του, η κοτσίδα του»…
Είπα και προηγουμένως, οι κίνδυνοι ελλοχεύουν πάντοτε. Οι ιερείς είναι στο στόχαστρο. Ας κυκλοφορούν με πολιτικά, τους διακρίνουν αμέσως. Ακόμα, θυμηθείτε, αγνοείται η τύχη του πτώματος του ηγουμένου του Μπαλουκλή Χρύσανθου. Κάποιο πηγάδι κρατάει το μυστικό του βασανισμού του… Ο τέως μέγας εκκλησιάρχης π. Σεραφείμ όταν ήτο διάκονος, λειτουργούσε σε κάποιο ναό της περιφερείας του Βοσπόρου. Θές από άγνοια του κινδύνου, θές από αφέλεια φόρεσε γαλάζια διακονική στολή. Ήταν η εποχή μετά από τα Σεπτεμβριανά. Ξαφνικά εισβάλλουν στον ναό τραμπούκοι εγκάθετοι και απήτησαν με κραυγές, βρίζοντας και απειλώντας, να βγάλη, τα άμφια που θύμιζαν Ελλάδα…
Μου έλεγεν ο μακαρίτης παπα-Νεόφυτος εφημέριος στο Μπαλουκλή: «Κάποιος Χριστιανός με χάρισε ένα ρολόι χειρός που είχε στο κέντρο την Παναγία. Το φόρεσα και μπήκα στο λεωφορείο, για να πάω στο σπίτι μου στα Ταταύλα. Το λεωφορείο γεμάτο ήταν, θέσεις δεν είχε, και στεκόμουν όρθιος. Πιάστηκα από τη χειρολαβή να μη πέσω, τραβήχτηκε το μανίκι και φάνηκε το ρολόι. Σαν κοράκια, σαν όρνια έπεσαν επάνω μου να με γδάρουν. Είδα κι έλαβα να γλυτώσω από τα χέρια τους. Και από τότε το έχω στην τσέπη του σακακιού μου». Εκείνο, αδελφοί μου, που είναι πολλές φορές ανυπόφορο για τους ιερείς της Πόλεως είναι η μοναξιά. Χωρίς οικογένεια, χωρίς ενορίτες.
ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr/

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Η Γλώσσα μας!!!!

Για την σπουδαιότητα της γλώσσας 

Δημήτρης Ευαγγελίδης 

Εχει υποστηριχθεί και υποστηρίζεται ακόμη από ορισμένους “προοδευτικούς” κύκλους γλωσσολογούντων η θεωρία της “εργαλειακότητας” της γλώσσας, δηλ. ότι η γλώσσα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα απλό μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων.

Δυστυχώς, αυτή η λογική και η νοοτροπία της “ήσσονος προσπάθειας” που καλλιεργήθηκαν στην Εκπαίδευση από βολεμένους συνδικαλιστές και κομματικούς εγκάθετους, έπληξαν ανεπανόρθωτα την Παιδεία, παράγοντας στρατιές αγραμμάτων και ημιμαθών, υποβιβάζοντας συστηματικά το μορφωτικό επίπεδο των νεοελλήνων, πιθανότατα για την ευκολότερη πολιτική χειραγώγησή τους. Η υψηλού επιπέδου εκπαίδευση περιορίστηκε δραματικά και έγινε προνόμιο των γόνων των ευπορότερων ομάδων του πληθυσμού, παρά τις ευσυνείδητες προσπάθειες των εκπαιδευτικών των δημοσίων σχολείων. Οι ίδιοι κύκλοι μάλιστα ισχυρίζονται ξεδιάντροπα ότι “η αριστεία είναι στίγμα” και επομένως καταδικαστέα κοινωνικά και πολιτικά! Η άποψη αυτή διακηρύχθηκε, παρά τις εκ των υστέρων διορθώσεις, από τον ίδιο τον Υπουργό …Παιδείας της “πρώτης φοράς αριστερής” Κυβέρνησης. Προφανώς, χαμηλής νοημοσύνης και αγράμματοι μουζίκοι είναι πολύ ευκολότερο να διαχειρισθούν και να διοικηθούν.
eyaggelidis3
Το συγκλονιστικό άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου στην εφημερίδα “Καθημερινή” (24-5-2015) με τίτλο “Το τέλος της ελληνικής γλώσσας”, που υπάρχει στην προηγούμενη ανάρτηση αυτού του ιστολογίου, επανέφερε επιτακτικά το πρόβλημα στην επικαιρότητα.
Με αφορμή τα παραπάνω θεώρησα ότι επιβάλλεται να υπενθυμίσουμε κάποιες αλήθειες, οι οποίες παραποιούνται, όταν δεν αποσιωπούνται, για την σπουδαιότητα της γλώσσας, ατομικά και συλλογικά.
Όπως έχει τονιστεί:
Η γλώσσα είναι μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, αφού χάρη σ’ αυτή ο άνθρωπος ανέπτυξε τον λόγο που αποτελεί τη βάση του πολιτισμού. 
Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου, κατά τον Wittgestein. Αυτό σημαίνει, γνωρίζω τον κόσμο όσο μου επιτρέπουν οι γλωσσικές μου ικανότητες- επικοινωνώ με τον κόσμο και τα πράγματα στον βαθμό που έχω τις γλωσσικές προϋποθέσεις. Οι δυνατότητες της διάνοιας του ανθρώπου εξαρτώνται από το επίπεδο της γλώσσας που είναι σε θέση να μεταχειρίζεται. 
Γιατί ο άνθρωπος του οποίου οι γλωσσικές δυνατότητες είναι περιορισμένες δεν μπορεί ούτε να εκφράσει αυτό που σκέπτεται ούτε να σκεφθεί ολοκληρωμένα. Αναγκαστικά, βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε ένα στενό και ασφυκτικό γλωσσικό πλαίσιο που δεν του δίνει τη δυνατότητα να σκεφθεί ολόπλευρα και σε βάθος. Η απαιτητική, ποιοτική και αποτελεσματική επικοινωνία είναι ζήτημα που σχετίζεται με τη γλωσσική υποδομή του καθενός. Η γλωσσική καλλιέργεια υπηρετεί και στηρίζει άμεσα και αποτελεσματικά την ανάπτυξη της σκέψης και των πνευματικών δεξιοτήτων του ανθρώπου, ενώ «η σκέψη η απογυμνωμένη σε γνώση γίνεται ουδέτερη και χρησιμοποιείται ως απλό προσόν στις ειδικές αγορές εργασίας αυξάνοντας την εμπορική αξία της προσωπικότητας» [Χορκχάϊμερ, Μ., Αντόρνο, Τ. 1986, Διαλεκτική του διαφωτισμού (μτφρ. Ζ. Ζαρίκας), Αθήνα, Ύψιλον, σ. 226]. 
Η πνευματική απελευθέρωση του ατόμου, συνεπώς, σχετίζεται άμεσα με τις γλωσσικές δεξιότητες που έχει αναπτύξει, ενώ το γλωσσικό υπόβαθρο του καθενός, ατόμου ή λαού, σηματοδοτεί την πνευματική του εμβέλεια. 
«Οι γλώσσες», επισημαίνει ο καθηγητής Χρίστος Τσολάκης  (1995), «είναι τα μπόγια των λαών. Ψηλώνουν με το ψήλωμα και συρρικνώνονται με τη συρρίκνωση των σκέψεων και των πολιτισμών των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατόν οι πολιτισμοί και οι σκέψεις να προάγονται και οι γλώσσες να φθίνουν. Αυτό και το αντίστροφο του αποκλείονται. Στην τεχνολογία οι λαοί, στην τεχνολογία και οι γλώσσες, στην ποίηση οι λαοί, στην ποίηση και οι γλώσσες».
[Σημ. ΔΕΕ: Θεωρώ υποχρέωσή μου να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι ο αείμνηστος Γλωσσολόγος Χρίστος Τσολάκης, που με τιμούσε με την φιλία του, ήταν από τους ελάχιστους, δυστυχώς, πανεπιστημιακούς που αγωνιούσε για την πορεία των γλωσσικών πραγμάτων στην χώρα μας και κυρίως είχε το ανάστημα και το σθένος να παραδέχεται και τις δικές του ευθύνες, σε αντίθεση με κάποιους αμετανόητους.]
Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για παιδεία και εκπαίδευση χωρίς να αναφερθεί στη γλώσσα, που είναι φορέας μορφωτικών αγαθών και στην οποία στηρίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα. Το επίπεδο της γλωσσικής καλλιέργειας επηρεάζει κατ’ ανάγκη το επίπεδο της παιδείας και της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι οι δύο αυτές μορφωτικές διαδικασίες στηρίζονται κατά βάση στον διάλογο, και ο διάλογος στον λόγο, η ποιότητα του οποίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γλωσσική κατάρτιση του καθενός. 
Αφού, λοιπόν, από τη γλώσσα εξαρτάται η παιδεία και η εκπαίδευση και αφού η παιδεία είναι ένα κοινωνικό αγαθό και ταυτόχρονα δικαίωμα του πολίτη, εξυπακούεται ότι η γλωσσική καλλιέργεια είναι κοινωνικό αγαθό, όρος απαραίτητος τόσο για την πολιτική, κοινωνική, ηθική, αισθητική διαπαιδαγώγηση του πολίτη όσο και για την επιστημονική και επαγγελματική του κατάρτιση.  […]
Η σωστή γλωσσική παιδεία που θα προσφέρει το σχολείο εγγυάται και τη διαφύλαξη της γλωσσικής μας ταυτότητας και κληρονομιάς. Οι γλώσσες, όπως είναι γνωστό, φθείρονται και απειλούνται. Ας μην ξεχνούμε πως 5.000 περίπου διάλεκτοι εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα λόγω της αποικιοκρατίας. Ο κίνδυνος αυτός είναι ορατός ιδιαίτερα σήμερα εξαιτίας της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας που απειλεί τις λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες. Εκτός αυτού, υπάρχει ακόμη ένας κίνδυνος που δημιουργείται με την κακομεταχείριση και στρέβλωση των λέξεων, γεγονός που συμβαίνει, όταν οι ποικιλώνυμες εξουσίες, μικρές ή μεγάλες, θέλουν να υπηρετήσουν ανομολόγητες σκοπιμότητες ή να προπαγανδίσουν…” (Σ.Γκλαβάς, Εκπαίδευση και ποιότητα στο ελληνικό σχολείο: Πρακτικά διημερίδων, Αθήνα, Ίδρυμα Ευγενίδου, 20-21 Μαρτίου 2008 & Θεσσαλονίκη, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ, 17-18 Απριλίου 2008, 33-47)
Για την περίφημη πρόταση του Λουδοβίκου Βιττγκεστάϊν, η οποία περιέχεται στο σπουδαίο και μοναδικό φιλοσοφικό του έργο Tractatus Logico-Philosophicus (Πρόταση 5.6), που κυκλοφόρησε αρχικά στην Γερμανία το 1921 αξίζει να αναφερθούν ορισμένες λεπτομέρειες.
euaggelidis1
Ο γεννημένος στην Αυστρία Λουδοβίκος Βιττγκεστάϊν (Ludwig Wittgenstein, 1889 – 1951) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αγγλία.
Η αρχική πρόταση διατυπώθηκε στα γερμανικά: Die Grenzen meiner Sprache bedeuten die Grenzen meiner Welt και συνήθως μεταφράζεται στα αγγλικά ως: The limits of my language mean the limits of my world.
Για την μετάφρασή της στα ελληνικά και το νόημά της έχουν αναφερθεί, μεταξύ πολλών άλλων, και τα εξής:
“…Μιλώντας για τον Wittgenstein, θέλω να επισημάνω ότι έχει μείνει στη γλωσσολογία για το περίφημο –έτσι το έχω αποδώσει εγώ στα Ελληνικά– «η γλώσσα μου είναι ο κόσμος μου» (στην πραγματικότητα η κατά λέξη μετάφραση είναι : «Τα όρια τής γλώσσας μου ορίζουν τα όρια τού κόσμου μου»). Είπε, δηλαδή, ευθαρσώς ως φιλόσοφος ότι ο κόσμος μου είναι τόσος και τέτοιος όσο μπορώ να τον εκφράσω γλωσσικά. Ό,τι άλλο έχω μέσα μου και δεν μπορώ να το εκφράσω, αντικειμενικά δεν μπορεί να υπάρξει και γι’ αυτό είναι καλύτερα να σιωπώ. 
Γλωσσολογική προέκταση αυτής της ρήσης είναι ότι τα πάντα περνούν μέσα από τη γλωσσική επεξεργασία, μέσα από τον γλωσσικό κόσμο τού καθενός. Ένα τρίτο που είπε ο Wittgenstein έχει σχέση με τη σημασία. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα στη γλωσσολογία είναι να ορίσει κανείς τη σημασία μιας λέξης. Η θέση τού Wittgenstein είναι ότι σημασία είναι η χρήση που έχει μια λέξη. Το σύνολο των χρήσεων είναι η σημασία. Πρακτικώς, πήγε στο επικοινωνιακό κομμάτι της εφαρμογής. Κι από την άλλη μεριά, είναι αυτός που είπε ότι αυτά που λέμε με τη γλώσσα πρέπει να επαληθεύονται ή να διαψεύδονται, γιατί η γλώσσα είναι λογική και υπόκειται σε συνθήκες αληθείας κ.λπ. 
Αυτά για να θυμόμαστε και τη σχέση της φιλοσοφίας με τη γλώσσα.
[Από το βιβλίο των Δ. Νανόπουλου – Γ. Μπαμπινιώτη «Από την κοσμογονία στη γλωσσογονία. Μια συν-ζήτηση» (Αθήνα 2010, εκδ. Καστανιώτη), σελ. 81-82]
Το μόνο που έχω να προσθέσω στα παραπάνω δεν είναι άλλο από το Σολωμικό: «Μήγαρις ἔχω ἄλλο στό νοῦ μου, πάρεξ ἐλευθερία καί γλῶσσα;», που οφείλουμε να το ενστερνισθούμε όλοι μας…
Πηγή: http://ethnologic.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:http://www.pemptousia.gr