Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

"Σταυρόν χαράξας Μωσής"...


Ερμηνεία ενίων Ωδών των Καταβασιών
της Υψώσεως
του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού

᾿
Ωδή α´. Ηχος πλ. δ´

«Σταυρόν χαράξας Μωσς, π᾿ εθείας άβδ,
τήν ᾿Ερυθράν διέτεμε,
τ ᾿Ισραήλ πεζεύσαντι·
τήν δέ πιστρεπτικς,
Φαραώ τος ρμασι, κροτήσας νωσεν·
 π᾿ ερους διαγράψας, τό ήττητον πλον·
 διό Χριστ σωμεν, τ Θε μν·
τι δεδόξασται».

Ο Μωυσς, φο χάραξε σέ εθεία γραμμή στό νερό μέ τή ράβδο του τό σημεο το σταυρο, χώρισε στά δύο τήν ᾿Ερυθρά θάλασσα, γιά νά περάσει πεζ ᾿Ισραηλιτικός λαός. Τήν δια δέ (τή θάλασσα), ταν γύρισαν μέ ρματα το Φαραώ καταδιώκοντας τό λαό, φο τήν χτύπησε πλαγίως, τήν νωσε πάλι (γιά νά πνίξει τούς δικτες), φο σχημάτισε στό πλάτος τς θάλασσας τό ήττητο πλο το σταυρο. Γιαυτό ς νυμνομε τό Θεό μας, γιατί μέ ,τι κανε δοξάσθηκε δύναμή του.
Η πόθεση τς δς ναφέρεται στή θαυμαστή διάσωση τν Εβραίων πό τό διωκτικό μένος καί τήν κακότητα το Φαραώ, γεμόνα τν Αγυπτίων. Τά γεγονότα εναι γνωστά. Ο Εβραοι στενάζουν κάτω πό τόν παχθή ζυγό τν Αγυπτίων. Μέ τήν παρέμβαση το Μωυσ, Φαραώ, μή ντέχοντας τά θαυμαστά σημεα καί τίς φοβερές πληγές πού πέφερε Θεός διά μέσου το πεσταλμένου πηρέτη του, φησε λεύθερο τόν ᾿Ισραήλ νά γυρίσει πίσω στή χώρα τν πατέρων του. ᾿Αφο μως ναχώρησε λαός, μιαιφόνος ρχοντας μετάνιωσε. Θέλησε νά γυρίσει πίσω τούς λευθερωθέντας σκλάβους.
Εστειλε, λοιπόν, τούς ρματηλάτες του γιά νά κπληρώσουν τήν προσταγή του. Ο λαός εχε δη φθάσει μπροστά στήν ᾿Ερυθρά θάλασσα. Πς μως θά μποροσε νά διαπλεύσει τό γρό στοιχεο, μή διαθέτοντας μέσα πλωτά; Στήν μηχανία του ατή προστέθηκε καί φόβος, γιατί εδε ξαφνικά τό πλθος τν ρμάτων τν Αγυπτίων νά τούς καταδιώκει καί νά πειλε τήν μόλις ποκτηθείσα λευθερία τους καί τή ζωή τους. Η θέση τους ταν πελπιστική. Παρέλυσαν πό φόβο καρδιά καί τά γόνατά τους. Αρχισαν νά φωνάζουν καί νά κλανε. Τότε παρενέβη λευθερωτής. Μέ πόδειξη το Θεο Μωυσς, πού γετο το λαο, χάραξε μέ τή ράβδο του σταυροειδς τή θάλασσα, ποία χωρίστηκε στά δύο, τά νερά ρθώθηκαν νθεν καί νθεν, καί φησαν νά φανε πυθμένας τς θάλασσας σάν χέρσα γ. Τότε ρμησε λαός καί διόδευσε πεζ τό ναφανέν χώρισμα. Τό διο κανε καί τό στράτευμα το Φαραώ. Ο στρατιτες ρμησαν καί ατοί μέ τά ρματά τους στό χώρισμα τς θάλασσας, καταδιώκοντας τόν μαχο λαό. Οταν μως εχαν περάσει ο Εβραοι στήν ντίπερα χθη καί νόσω ο δικτες διέτρεχαν κόμη μέ ρμή τό θαλάσσιο βυθό, Μωυσς χτύπησε καί πάλι σταυροειδς τά θαλάσσια νερά, τά ποα νώθηκαν γιά νά πνίξουν πανστρατιά ππους καί ναβάτες.
Η δή ατή εναι πραγματικά μεγαλειώδης. Θά τή συναντήσουμε καί σέ πολλές λλες δές τν Καταβασιν, λλά καί σέ λόκληρη τήν Υμνολογία τς ᾿Εκκλησίας μας, ς τό μεγάλο θαμα το Θεο, δίκαιη πάντησή του στήν κακότητα τς στορίας τν νθρώπων καί τήν ταμή πρόκληση τν δυνάμεων το σκότους καί τς μαρτίας.
 Ωδή γ´.
 
«Ράβδος ες τύπον το Μυστηρίου παραλαμβάνεται·
 τ βλαστ γάρ προκρίνει τόν ερέα·
τ στειρευούση δέ πρην, ᾿Εκκλησί νν, ξήνθησε, ξύλον Σταυρο, ες κράτος καί στερέωμα».
Η ράβδος (το ᾿Ααρών βλαστήσασα) χρησιμεύει σάν προτύπωση το μυστηρίου (το σταυρο καί τς ᾿Εκκλησίας)· διότι μέ τό βλαστό πού βγαλε, κρίνει ποιός θά ριστε ερέας. Τώρα (στή νέα οκονομία το Θεο) στήν πρώην ᾿Εκκλησία (τς Παλαις Διαθήκης) πού ταν στείρα, βλάστησε τό ξύλο το Σταυρο, πού τήν κανε στέρεη καί δυνατή. Μετά τήν πελευθέρωση το λαο, τήν περιπλάνησή του στήν ρημο καί τήν γκατάστασή του στή γ τν πατέρων του, δημιουργήθηκε ζήτημα πό ποιά πατριά κ τν δώδεκα καί πό ποιόν οκο θά λαμβανόταν τό ερατεο το λαο. Μέ πόδειξη το Θεο πάρθηκαν δώδεκα ράβδοι ξηρές, μιά πό κάθε οκο πατρις, ο ποες τοποθετήθηκαν στήν Κιβωτό τς Διαθήκης στή Σκηνή το Μαρτυρίου. Οποια ράβδος θά βγαζε βλαστό, ταν σημεο τι πό τήν ντίστοιχη πατριά της πρεπε, κατά τό θέλημα το Θεο, νά λαμβάνεται τό ερατεο. Βλάστησε δέ ράβδος πού νκε στήν πατριά το Λευΐ, πί τς ποίας ταν γραμμένο τό νομα το ᾿Ααρών.
Ο,τι συνέβη τότε προτυπώνει τό μυστήριο το τιμίου Σταυρο καί τς χριστιανικς ᾿Εκκλησίας. Η παλαιά ᾿Εκκλησία ( Συναγωγή) ταν στείρα καί γονη. ᾿Ανκε στήν πρώτη οκονομία το Θεο. ᾿Απ᾿ ατήν λειπαν τό αμα το Χριστο, πλήρης νέργεια το παναγίου Πνεύματος, τό πλήρωμα τς λυτρωτικς του χάριτος. Ηταν γηρασμένη καί δύναμη. Μέ τό λυτρωτικό μως πάθος το Χριστο πού γινε πάνω στό σταυρό, τόν ποο προτύπωνε παλαιά κείνη ράβδος πού ξήνθησε, βλάστησε νέα ζωή το Θεο, τό σφρίγος τς νέας λυτρωτικς οκονομίας, γράφτηκε Νέα Διαθήκη στό αμα το Υο το Θεο καί παλαιά ᾿Εκκλησία ναζωογονήθηκε στή νέα ᾿Εκκλησία, «ν περιεποιήσατο Κύριος διά το δίου αματος». Μέ τόν τίμιο Σταυρό κραταιώθηκε τό μυστήριο το Θεο, στερεώθηκε ᾿Εκκλησία του στόν κόσμο καί δοξάστηκε τό γιο Ονομά του στά πέρατα τς γς.

 ᾿Ωδή ε´
 
«Ω τρισμακάριστον Ξύλον! ν τάθη Χριστός,
  Βασιλεύς καί Κύριος·
 δι᾿ ο πέπτωκεν ξύλ πατήσας,
τ ν σοί δελεασθείς, Θε τ προσπαγέντι σαρκί,
τ παρέχοντι, τήν ερήνην τας ψυχας μν».
Ω ξύλο τρισμακάριστο! πάνω στό ποο πλωσε τό σμα του (σταυρώθηκε) Βασιλεύς καί Κύριος· διά το ποίου πεσε (ττήθηκε) ατός ( διάβολος), ποος, διά το ξύλου (το δέντρου τς γνώσεως το καλο καί το κακο) ξαπάτησε (τόν νθρωπο στήν ᾿Εδέμ διά τς βρώσεως το παγορευμένου καρπο), φο δελεάστηκε πό τό Θεό πού καρφώθηκε πάνω σου, κατά τή σάρκα του (τήν νθρώπινη φύση του), καί ποος παρέχει ερήνη στίς ψυχές μας. Τό ξύλο το Σταυρο εναι πραγματικά τρισμακάριστο. Ξύλο γιο καί τιμημένο. Πάνω του πέθανε διος Θεός. Πέθανε τό σμα Του φυσικά, τό ποο προσέλαβε πό τήν χραντη Μητέρα του. Δέν πέθανε θεότητα, ποία, ς πνεμα πειρο, αώνιο καί ναλλοίωτο, εναι παθής, βρίσκεται πέρα πό παθήματα ρμόζοντα στήν κτιστή καί πεπερασμένη φύση τν νθρώπων. Μιά τέτοια φύση ταν καί ατή μέ τήν ποία νώθηκε φύση το Υο το Θεο, φύση κτιστή, δυνάμενη νά πάθει καί νά ποθάνει. ᾿Αλλιώτικα, πς θά σωζε μέ τό πάθος της τόν νθρωπο πό τήν μαρτία καί τόν αώνιο πνευματικό θάνατο;
Στό Σταυρό πλωσε τό πανακήρατο σμα του Κύριος. Καρφώθηκε σ᾿ ατόν σάν πονείδιστος κακοργος. Τόν βαψε μέ τό πανάσπιλο αμα του, μέ τό ποο ξέπλυνε τίς μαρτίες λου το κόσμου, φάνισε τίς νοχές τς μαρτίας, καθάρισε τή φύση πό τούς σπίλους τς φθορς, τήν φθαρτοποίησε καί τή θέωσε. Στό Σταυρό Θεός πάτησε μέ τό θάνατό Του τό θάνατο· «θανάτ θάνατον πατήσας», ψάλλει πανηγυρικά ᾿Εκκλησία μας. Νίκησε τό μεγάλο χθρό, πού πνιγε σφυκτικά τόν κόσμο. Στό Σταυρό Χριστός διαπόμπευσε τίς ρχές το σκότους καί τς νομίας, τό διάβολο, πίσω πό τόν ποο βρισκόταν τό τραγικό δράμα τν νθρώπων. Ατός κατόρθωσε μέ τήν πανουργία του νά παραπλανήσει καί νά παρεμποδίσει τόν πρωτόπλαστο, νά τόν ρίξει στό χάος τς παρακος καί τς ποστασίας. Μέ τή σειρά του μως δελεάστηκε κι ατός πό τήν πειρόσοφη βουλή το Θεο, μή γνωρίζοντας τό θεο λυτρωτικό μυστήριο. Συνήργησε νά σταυρωθε Χριστός, τόν ποο θανάσιμα μισοσε καί ζήλευε, μή χοντας μως συναίσθηση τι θάνατος κενος δέν ταν θάνατος νός δίκαιου καί νεπίληπτου νθρώπου, λλά θάνατος το Θεο, πού ταν νωμένος μαζί του. Ετσι πλανήθηκε πλάνος, «πεπλάνηται πλάνος», πως ψάλλει θρηνωδούσα ᾿Εκκλησία τόν Κυριό της.
Στό Σταυρό Χριστός δησε τόν δυνατό (τό διάβολο) καί διήρπασε τά σκεύη του, καταργήσας τό κράτος καί τή δύναμή του. Στό τίμιο ξύλο δόθηκε μεγάλη μάχη καί κερδίθηκε παμμέγιστη νίκη, νίκη το Θεο, τν γγέλων καί τν νθρώπων· νίκη τς θείας Βασιλείας.
 ᾿Ωδή στ´
 
«Νοτίου θηρός ν σπλάχνοις, παλάμας ᾿Ιωνς, σταυροειδς διεκπετάσας, τό σωτήριον πάθος προδιετύπου σαφς· θεν τριήμερος κδύς,
τήν περκόσμιον ᾿Ανάστασιν πεζωγράφησε,
το σαρκί προσπαγέντος Χριστο το Θεο,
 καί τριημέρ γέρσει, τόν κόσμον φωτίσαντος».
 
Στά σπλάχνα το θαλάσσιου θηρός (το θεριο, το κήτους), πλώσας τίς παλάμες του σέ σχμα σταυρο ᾿Ιωνς, προδιατύπωνε μέ σαφήνεια τό σωτήριο πάθος (το Χριστο)· πό τό ποο (κτος), φο βγκε τήν τρίτη μέρα, περιέγραψε μέ χρώματα ζωντανά τήν περκόσμια ᾿Ανάσταση Χριστο το Θεο, πού καρφώθηκε (στό Σταυρό) καί μέ τήν τριήμερη γερσή του (κ τν νεκρν), φώτισε τόν κόσμο. Η δή ατή στορε τήν πόθεση το ᾿Ιων· μιά στορία πολύ παράδοξη καί διότυπη, το νθρώπου νά παλεύει μέ τό Θεό. Ο ᾿Ιωνς ταν προφήτης. ᾿Ανκε στό Θεό, νταγμένος στήν πηρεσία του καί φοσιωμένος δολος του. Κάποια μέρα Θεός το νέθεσε μιά ποστολή, νά κηρύξει μετάνοια στούς κατοίκους τς πόλεως Νινευή, τούς ποίους βάραιναν μαρτίες καί κρίματα πολλά. Ο ᾿Ιωνς μως ντέδρασε ρνητικά στό πρόσταγμα το Θεο. Δέ θέλησε νά ναλάβει τήν κτέλεση τς προφητικς του ποστολς. Θά εχε βέβαια τούς λόγους του. Ισως νά εχε ποκάμει πό τόν μαρτωλό κενο λαό. Σκέφτηκε νά φύγει πό τό μέρος του, νά πάει μακριά, λπίζοντας τι Θεός θά τόν χανε. ᾿Αφελες ο σκέψεις το πλάσματος. Γιατί ποιός μπορε νά ποφύγει τήν παρουσία το παντεπόπτη Θεο; Ο νθρωπος μως, στω κι ν εναι προφήτης, δέν παύει νά χει τίς ποιες στιγμές καί διοτροπίες του. ᾿Επιβιβάστηκε, λοιπόν σέ πλοο γιά νά πάει στήν πόλη Θαρσίς, νά εναι μακριά πό τό Θεό καί νά συχάσει ριστικά μέ τό πρόβλημα πού τόν πασχολοσε. Κατά τόν πλον μως Θεός δραξε τό δραπέτη. Σηκώθηκε τρικυμία καί τό πλοο κινδύνευε νά καταποντισθε. Φάνηκε, τι κάποιος πό τούς ταξιδιτες ταν ατιος το κακο. Γιά νά βρεθε δέ ποιός ταν βαλαν κλήρους. Ο κλρος σημάδεψε τόν ᾿Ιων, τόν παράδοξο ταξιδιώτη. Μέ πόδειξή του τόν ριξαν στή θάλασσα, ποία μέσως γαλήνεψε. Ο ᾿Ιωνς μως δέν πνίγηκε. Κατά προσταγή το Θεο, να τεράστιο θαλάσσιο κτος κατάπιε τόν προφήτη, ποος μεινε στήν κοιλιά του τρες μέρες καί τρες νύχτες. ᾿Εκε προφήτης μεταμελήθηκε γιά τήν πείθειά του, κατάλαβε πόσο μάταιο ταν νά μάχεται κανείς τόν παντοδύναμο καί μεγαλοδύναμο Θεό. Προσευχήθηκε μέ κατάνυξη, μνολογώντας τό γιο Ονομά του. Τήν τρίτη μέρα τό κτος τόν ξήμεσε στή στεριά, ατός τότε μέ συντριβή καρδις κπλήρωσε τήν προφητική του ποστολή. Ο Θεός νίκησε, λλά καί νθρωπος «νίκησε» στήν τόσο παράδοξη ττα του. Η βουλή το Θεο κπληρώθηκε. Ο ᾿Ιωνς ποκαταστάθηκε στό προφητικό του ξίωμα.
 ᾿Ωδή θ´
 
«Μυστικός ε Θεοτόκε Παράδεισος,
γεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν,
φ᾿ ο τό το Σταυρο ζωηφόρον ν γ,
 πεφυτούργηται δένδρον· δι᾿ ο νν ψουμένου, προσκυνοντες ατόν, σέ μεγαλύνομεν».
Θεοτόκε, σύ εσαι Παράδεισος μυστικός, διότι χωρίς νθρώπινο γεωργό (νθρώπινη συνεργία) βλάστησες τό Χριστό, πό τόν ποο φυτεύτηκε στή γ τό ζωηφόρο δέντρο το Σταυρο. Διά το ποίου τώρα ψουμένου (κατά τήν ψωση το τιμίου Σταυρο) προσκυνοντες τό Θεό (πού σταυρώθηκε σ᾿ ατό), μεγαλύνουμε σέ, τήν χραντη Μητέρα Του. Μετά τόν Τριαδικό Θεό, νύμνηση τς ᾿Εκκλησίας διαβαίνει στό χραντο πρόσωπο τς περαγίας Θεοτόκου. Τά δύο μυστήρια εναι λληλένδετα. Τό χριστολογικό δόγμα κβάλλει φυσιολογικά στό θεομητορικό. Η Μητέρα δέν μπορε νά νοηθε χωρίς τόν Υόν. Οπου ᾿Εκενος, κε καί ατή. Στόν χραντο Υό πάρχουν τό σμα καί τό αμα τς πάναγνης Μητέρας. Τό φοβερό δίδυμο τς οκονομίας το Θεο, πού δυναμίτισε τό κράτος τς φθορς καί κτίναξε τό κράτος το θανάτου!
Η δή χαρακτηρίζει τή Θεοτόκο σάν παράδεισο μυστικό. Η σύγκριση γίνεται μέ τόν πρτο παράδεισο στήν ᾿Εδέμ, στόν ποο τοποθετήθηκε ᾿Αδάμ νά ζε μετά τή δημιουργία του. Στόν παράδεισο κενο πρχε τό ξύλο τς γνώσεως το καλο καί το κακο, καθώς καί τό δέντρο τς ζως. ᾿Από τό πρτο κενο ξύλο βλάστησε, διά τς παρακος, ποστασία πό τό Θεό καί θάνατος. Η Θεοτόκος εναι νας νέος μυστικός Παράδεισος. Σ᾿ ατόν φυτεύτηκε, χωρίς νθρώπινη συνεργία, Χριστός, τό δένδρο τς νέας πνευματικς ζως καί φθαρσίας. Ο Χριστός μέ τή σειρά του νύψωσε στή γ (στό Γολγοθ), τό ζωηφόρο ξύλο το Σταυρο, στό ποο, προσπαγείς, «θανασίαν πήγασεν νθρώποις». Κατά τήν Υψωση το τιμίου Σταυρο, ο πιστοί, προσκυνοντες τό σταυρωθέντα Κύριο τς δόξης, μεγαλύνουν τήν ᾿Αειπάρθενο Μητέρα του, ποία συνήργησε, κατά τήν πρόνοια το Θεο, στό ρρητο θεο μυστήριο.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:http://syndesmosklchi.blogspot.gr/