Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

«ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ»

 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ



Ἰ­ω­άν­νη – Ἀ­λε­ξάν­δρου Χρι­στό­που­λου
Δι­κη­γό­ρου, Νο­μι­κοῦ Συμ­βού­λου

 Σὲ προ­η­γού­με­νο ἄρ­θρο μας ἀ­σχο­λη­θή­κα­με ἐν­δε­λε­χῶς μὲ τὸ ἀ­λη­θὲς θρη­σκευ­τι­κὸ κα­θε­στὼς ποὺ ἰ­σχύ­ει πα­ρ᾿ ἡμῖν καὶ ἐ­πι­ση­μά­να­με πὼς στὴν Ἑλ­λά­δα δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­νε­ξι­θρη­σκεί­α, ἀλ­λὰ θρη­σκευ­τι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α. Το­νί­σα­με, βέ­βαι­α, πὼς ὁ­ρι­σμέ­νοι θε­ω­ροῦν ὅ­τι ἡ ἀ­πό­δο­ση τοῦ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοῦ τῆς «ἐ­πι­κρα­τούσας θρη­σκεί­ας» (ἄρ­θρο 3 παρ. 1 Συν­τάγ­μα­τος) στὴν θρη­σκεί­α τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ὀρ­θό­δο­ξης τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας πε­ρι­ο­ρί­ζει ἀ­θέ­μι­τα τὸ ὡς ἄ­νω φι­λε­λεύ­θε­ρο συν­ταγ­μα­τι­κὰ κα­θε­στὼς καὶ ἀ­πο­νέ­μει ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τα πρω­τεῖ­α στὴν τε­λευ­ταῖα.
Τὸ θέ­μα ποὺ τί­θε­ται «ἐ­πὶ τά­πη­τος» δὲν εἶ­ναι και­νούρ­γι­ο. Ἔ­χει ἀ­πα­σχο­λή­σει τὸ νο­μι­κὸ κό­σμο πα­λαι­ό­τε­ρα. Ἀ­πα­σχο­λεῖ ὅ­μως καὶ τὸν πο­λι­τι­κό, ὁ ὁ­ποῖ­ος, εὐ­και­ρί­ας δο­θεί­σης, ἐ­πι­ζη­τεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς ἐ­πι­τα­κτι­κὰ τὴν ἀ­να­θε­ώ­ρη­ση τοῦ σχε­τι­κοῦ ἄρ­θρου μὲ τὴν προ­σθή­κη μί­ας ἑρ­μη­νευ­τι­κῆς δή­λω­σης, ἡ ὁ­ποί­α θὰ δι­α­κη­ρύσ­σει ὅ­τι μὲ τὸν ὅρο ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται δη­μο­γρα­φι­κὰ ἡ ὑ­πάρ­χου­σα κα­τά­στα­ση καὶ οὐ­δὲν προ­βά­δι­σμα ἀ­πο­νέ­με­ται στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἢ ὅ­τι ὁ ὅ­ρος ἐ­νέ­χει ἁ­πλὰ ἕ­να τι­μη­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα πρὸς τὴν τε­λευ­ταῖα (ἑ­ορ­το­λό­γι­ο–ἐ­πί­ση­μες ἀρ­γί­ες Κρά­τους), χω­ρὶς πε­ραι­τέ­ρω ἔν­νο­μες συ­νέ­πει­ες.
Ἂς δοῦ­με ὅ­μως ἐν συν­το­μί­ᾳ, ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­πό­ψεις–θέ­σεις ποὺ ἔ­χουν δι­α­τυ­πω­θεῖ σὲ σχέ­ση μὲ τὸ θέ­μα μας ἀ­πὸ τὸ νο­μι­κὸ κό­σμο[1]:
α) Ἡ ἔν­νοι­α τῆς ἐ­πι­κρα­τού­σας θρη­σκεί­ας δὲν ἔ­χει τὸ χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἐ­πί­ση­μης θρη­σκεί­ας, ποὺ τυγ­χά­νει εὐ­νο­ϊ­κῆς με­τα­χεί­ρι­σης ἀ­πὸ τὸ Κρά­τος, ἀλ­λὰ ἀ­πο­τυ­πώ­νει δη­μο­γρα­φι­κὰ–στα­τι­στι­κὰ τὴν κα­τά­στα­ση, μὲ ἄλ­λα λό­γι­α ἀ­πο­δί­δει τὴ θρη­σκεί­α τῆς συν­τρι­πτι­κῆς πλει­ο­ψη­φί­ας τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ.
β) Ὁ ὅ­ρος κα­θι­ε­ρώ­νει μί­α ἰ­δι­αί­τε­ρη σχέ­ση μὲ τὴν Πο­λι­τεί­α, ἀ­νά­γον­τας τὴν Ἐκ­κλη­σί­α σὲ δη­μό­σι­ας φύ­σης ὀρ­γα­νι­σμό, ἐ­πι­πλέ­ον δέ, τῆς προσ­δί­δει τὸν χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἐ­πί­ση­μης θρη­σκεί­ας. Ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ἡ ἐκ­δο­χὴ τῆς στα­τι­στι­κῆς ἀ­πει­κό­νι­σης (πλει­ο­ψη­φί­α λα­οῦ), κα­θὼς τὸ Σύν­ταγ­μα, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ νο­μο­θε­τι­κὸ πρω­τό­λει­ο μί­ας Χώ­ρας δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πει­κο­νί­ζει στα­τι­στι­κὰ δε­δο­μέ­να.
γ) Ἡ σχε­τι­κὴ δι­ά­τα­ξη (ἄρ­θρο 3 παρ. 1) ποὺ ἐμ­πε­ρι­έ­χει τὸν ὅ­ρο αὐ­τό, βρί­σκε­ται σὲ ἄρ­ρη­κτο δε­σμὸ μὲ τὸ ἄρ­θρο 13 παρ. 1 ποὺ κα­θι­ε­ρώ­νει τὴν θρη­σκευ­τι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἁ­πλὰ πε­ρι­γρά­φει τὸ πλέ­ον πο­λυ­ά­ριθ­μο ὑ­πο­κεί­με­νο ἄ­σκη­σης τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας.
δ) Ἡ «ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα θρη­σκεί­α» ἔ­χει τι­μη­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «πρώ­τη με­τα­ξὺ ἴ­σων» μὲ νο­μι­κὲς συ­νέ­πει­ες στὶς σχέ­σεις της μὲ τὸ Κρά­τος.
Ἡ ἄ­πο­ψη ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ πάν­τως εἶ­ναι πὼς ὁ ὅ­ρος «ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα θρη­σκεί­α» ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­ψη­φί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­σπά­ζε­ται τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, χω­ρὶς ὅ­μως αὐ­τὸ νὰ συ­νε­πά­γε­ται τὴν ἀ­πό­λαυ­ση ἰ­δι­αί­τε­ρων προ­νο­μί­ων, πολ­λῷ δὲ μᾶλ­λον τὴν πε­ρι­στο­λὴ τοῦ δι­και­ώ­μα­τος τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας εἰς βά­ρος τῶν ἀλ­λο­θρή­σκων. Εἶ­ναι, ἄλ­λω­στε, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πὼς ὁ γε­νι­κὸς εἰ­ση­γη­τὴς τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας στὴν Ε΄ Ἀ­να­θε­ω­ρη­τι­κὴ Βου­λὴ εἶ­χε δη­λώ­σει πὼς «ὁ ὅ­ρος ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα θρη­σκεί­α … ση­μαί­νει ἁ­πλῶς ὅ­τι ἡ ὀρ­θό­δο­ξος θρη­σκεί­α εἶ­ναι ἡ θρη­σκεί­α ἥν ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­ψη­φί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ καὶ συμ­φώ­νως πρὸς τὸ τυ­πι­κόν τῆς ὁ­ποί­ας ἐ­νερ­γοῦν­ται αἱ ἐ­πί­ση­μαι τε­λε­ταί, κα­θο­ρί­ζον­ται αἱ ἀρ­γί­αι κ.λπ.»[2] (δι­και­ο­πο­λι­τι­κὴ καὶ ἱ­στο­ρι­κὴ ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ὅρου).
Ἐ­ξάλ­λου, δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς δι­α­φεύ­γει ὅ­τι τὸ πα­ρὸν Σύν­ταγ­μα (1975/1986/2001) ἐ­ξι­σορ­ρό­πη­σε τὰ πράγ­μα­τα σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μό, ὥ­στε ἡ θρη­σκευ­τι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ μὴν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται εἰς βά­ρος τῶν μὴ Ὀρ­θο­δό­ξων (π.χ. ὁ προ­ση­λυ­τι­σμὸς ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται πλέ­ον εἰς βά­ρος ὅ­λων τῶν γνω­στῶν θρη­σκει­ῶν ἢ ἀρ­χη­γὸς τοῦ Κρά­τους δὲν γί­νε­ται μό­νο ὅ­ποι­ος ἀ­νή­κει στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α). Ἔτ­σι, προ­κύ­πτει ἀ­βί­α­στα πὼς μὲ τὸ νέ­ο, πα­ρόν, Σύν­ταγ­μα ἐ­πῆλ­θε «μί­α ἐ­ξί­σω­ση ὅ­λων τῶν θρη­σκει­ῶν καὶ οἱ πα­ρα­δο­σι­α­κὰ στε­νοὶ δε­σμοὶ Κρά­τους–Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­χουν χα­λα­ρώ­σει»[3] (τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ει ἄλ­λω­στε καὶ ἡ πε­ριρ­ρέ­ου­σα ἀ­τμό­σφαι­ρα).
Ἐ­μεῖς πάν­τως συμ­πλέ­ου­με ἀ­κρι­βῶς μὲ τὴν θέ­ση ποὺ ἐμ­πε­ρι­έ­χε­ται στὴν ὑ­π᾿ ἀ­ριθμ. 2/2005 Γνω­μο­δό­τη­ση τοῦ Ἀ­ρεί­ου Πά­γου[4], ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρει πὼς «στὴν Ἑλ­λά­δα, ὅ­πως σὲ κά­θε φι­λε­λεύ­θε­ρο κρά­τος, κα­το­χυ­ρώ­νε­ται πλή­ρης θρη­σκευ­τι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς ἀ­νε­ξι­θρη­σκεί­α, ἀ­νο­χὴ δηλ. τοῦ πλου­ρα­λι­σμοῦ τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν ἢ ἀ­θε­ϊ­στι­κῶν πε­ποι­θή­σε­ων μὲ πα­ράλ­λη­λη προ­ώ­θη­ση μί­ας ἐ­πί­ση­μης θρη­σκευ­τι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας … Ἡ ἀ­να­γό­ρευ­ση ἀ­πὸ τὸ Σύν­ταγ­μα, (ἄρ­θρο 3 παρ. 1) τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ὀρ­θό­δο­ξης τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς ἐ­πι­κρα­τού­σας δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ἀ­να­γνω­ρί­ζει σ᾿ αὐ­τὴν κα­νέ­ναν κυ­ρι­αρ­χι­κὸ ἢ ἡ­γε­μο­νι­κὸ ρό­λο ἔ­ναν­τι τῶν ἄλ­λων θρη­σκει­ῶν. Μὲ τὸν ὅ­ρο αὐ­τὸν ἁ­πλῶς το­νί­ζε­ται ὁ κεν­τρι­κὸς ρό­λος τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας στὴν ἱ­στο­ρι­κὴ πο­ρεί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἰ­δί­ως στὰ χρό­νι­α τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας καὶ κα­θι­στὰ θε­μι­τὴ μί­α ἰ­δι­αί­τε­ρη φρον­τί­δα τοῦ κρά­τους γι᾿ αὐ­τὴν (Κ. Χρυ­σο­γό­νος, Ἀ­το­μι­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα 2002, σελ. 257). Ἔκ­φαν­ση τῆς συν­ταγ­μα­τι­κῶς κα­το­χυ­ρω­μέ­νης θρη­σκευ­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας συ­νι­στᾶ τὸ δι­καί­ω­μα τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ἰ­σό­τη­τας τῆς ἴ­σης δη­λα­δὴ με­τα­χει­ρί­σε­ως, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως θρη­σκευ­τι­κῶν πε­ποι­θή­σε­ων, δι­καί­ω­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο, ἄλ­λω­στε, ἀ­πορ­ρέ­ει καὶ ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τῆς ἰ­σό­τη­τας, μὲ τὴν ὁ­ποί­α καὶ δι­α­σταυ­ρώ­νε­ται (Κο­νι­δά­ρης, ἄρ­θρο στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Τὸ Βῆ­μα τῆς 29.4.2001).
Ὡ­στό­σο, πά­γι­α γί­νε­ται δε­κτό, ὅ­τι ἡ συν­ταγ­μα­τι­κὴ αὐ­τὴ δι­ά­τα­ξη εἶ­ναι ἐ­ξο­πλι­σμέ­νη μὲ κα­νο­νι­στι­κὴ δύ­να­μη καὶ ἐ­πι­τρέ­πει, χω­ρὶς νὰ ἐ­πι­τάσ­σει, μία­ ἰ­δι­αί­τε­ρη (εὐ­νο­ϊ­κὴ) με­τα­χεί­ρι­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος ἔ­ναν­τι τῶν ἄλ­λων θρη­σκει­ῶν, ὅ­πως ὁ κα­θο­ρι­σμὸς τῶν ἐ­πί­ση­μων ἀρ­γι­ῶν καὶ τῶν κρα­τι­κῶν ἑ­ορ­τα­σμῶν, σύμ­φω­να μὲ τὸ τυ­πι­κό της καὶ ἡ πα­ρου­σί­α τῶν κλη­ρι­κῶν της στὶς ἐ­πί­ση­μες ἑ­ορ­τές. Ἡ εὐ­νο­ϊ­κὴ αὐ­τὴ με­τα­χεί­ρι­ση πάν­τως δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πε­κτεί­νε­ται καὶ στοὺς πι­στούς τῆς θρη­σκεί­ας αὐ­τῆς, γι­α­τί κά­τι τέ­τοι­ο θὰ σή­μαι­νε εὐ­θεῖα πα­ρα­βί­α­ση τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ἰ­σό­τη­τας τῶν πο­λι­τῶν (Χρυ­σο­γό­νος, Ἀ­το­μι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα 2003, σελ. 257, Γ. Πι­να­κί­δης, Μο­νο­με­ρεῖς ἑρ­μη­νευ­τι­κὲς προ­σεγ­γί­σεις στὸ ὄ­νο­μα τῆς ἐ­πι­κρα­τούσας θρη­σκεί­ας, ΤοΣ 1999,1105)».
Τέ­λος, ἂν λά­βου­με ὑ­πό­ψη μας ὅ­τι ἔ­γι­νε δε­κτὸ σὲ -ὄ­χι πο­λὺ- πα­λαι­ό­τε­ρες ἐ­πο­χὲς πὼς «ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ ἔν­νο­μη τά­ξη στὸ σύ­νο­λό της ἀλ­λὰ καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἡ συν­ταγ­μα­τι­κή, ἔ­χει ἀ­πο­δε­χθεῖ καὶ ἐν­σω­μα­τώ­σει τὸ σύ­στη­μα τῶν ἀ­ξι­ῶν τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πο­τε­λοῦν θε­μέ­λι­ο τῶν ἀ­ξι­ο­λο­γι­κῶν της θέ­σε­ων, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὅ,τι ὡς ἀ­ξι­ο­λο­γι­κὴ το­πο­θέ­τη­ση ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται πρὸς τὶς θε­με­λι­ώ­δεις ἀρ­χὲς τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ σὲ εὑ­ρεί­α ἔν­νοι­α, ἀ­πο­τε­λεῖ καὶ ἀ­ξι­ο­λο­γι­κὴ κρί­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐν­νό­μου τά­ξε­ως, δι­α­μορ­φώ­νε­ται δὲ βά­σει καὶ αὐ­τῶν τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων καὶ ἀ­ξι­ο­λο­γι­κῶν κρί­σε­ων ἡ ἔν­νοι­α τῶν χρη­στῶν ἠ­θῶν, σὲ τρό­πο ὥ­στε μί­α ἐ­νέρ­γει­α ποὺ εὐ­θέ­ως ἀν­τί­κει­ται στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῶν ἀ­ξι­ῶν νὰ θε­ω­ρεῖ­ται κα­τ᾿ ἀρ­χὴν ἀν­τί­θε­τη καὶ πρὸς τὰ χρη­στὰ ἤ­θη»[5], ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε γι­ὰ ποι­οὺς ἀν­τι­κει­με­νι­κοὺς λό­γους ἡ θρη­σκεί­α τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ὀρ­θό­δο­ξης τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται δι­καί­ως σὲ συν­ταγ­μα­τι­κὸ ἐ­πί­πε­δο ὡς «ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα».
Συ­νε­πῶς, θε­ω­ροῦ­με πὼς ὁ ἀ­νω­τέ­ρω ὅ­ρος δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζει τὸ δι­καί­ω­μα τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας οὔ­τε ἀ­ναι­ρεῖ τὴν θρη­σκευ­τι­κὴ οὐ­δε­τε­ρό­τη­τα τοῦ Κρά­τους. Ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται σὲ μί­α ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α δι­και­ώ­νει ἱ­στο­ρι­κὰ τὸ ρό­λο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας στὴν πο­ρεί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔ­θνους ἡ ὁ­ποί­α, ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει, πρέ­πει νὰ τύ­χει τῆς δέ­ου­σας τι­μη­τι­κῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σης. Τὸ ἐ­πι­τάσ­σει, πι­στεύ­ου­με, ἡ δι­και­ο­πο­λι­τι­κὴ ἐν­τι­μό­τη­τα, ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ μνή­μη καὶ ἡ ἐ­θνι­κὴ αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α.


1. Γιά τίς θέ­σεις αὐ­τές ὁ­ρᾶ­τε ἀ­να­λυ­τι­κό­τε­ρα σέ Τρω­ϊ­ά­νου Σπ. – Που­λῆ Γ., «Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό Δί­και­ο», Σάκ­κου­λας, σελ. 109 ἑ­πόμ.
2. Σέ Χρυ­σό­γο­νου Κ., «Ἀ­το­μι­κά καί Κοι­νω­νι­κά Δι­και­ώ­μα­τα», 2002, σελ. 257.
3. Σέ Τρω­ϊ­ά­νου Σπ. – Που­λή Γ., ὅ.π., σελ. 118 ἑ­πόμ.
4. Σέ Ἀν­δρουτ­σό­που­λου Γ., «Ἡ θρη­σκευ­τι­κή ἐ­λευ­θε­ρί­α κα­τά τή νο­μο­λο­γί­α τοῦ Ἀ­ρεί­ου Πά­γου», 2010, σελ. 66.
5. Ἀ­πό­φα­ση Ἐ­φε­τεί­ου Ἀ­θη­νῶν 1013/1987 (Τμ. 13)], σέ Τρω­ϊ­ά­νου Σπ. – Πhttp://www.enromiosini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου