Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Πάτμος,

 50 καὶ πλέον χρόνια, πίσω

        Πάτμος. 
Τ νησ πάγεται στά νατολικά.
κε γραψε ΄γιος ωάννης τν ποκάλυψη.
Τόπος νειρεμένος γιά νά ξεχάσεις τ τέλος το κόσμου!!!!

1956,   1957

     Καμία σημείωση. Πού θ πεί, μηδν μερολόγιο. Πέρασα τρες μέρες κε, μετ τν Κρήτη, κάνοντας νειρα γιά τν ΄καρο κα μαζεύοντας πολύχρωμα βότσαλα σ μία μικρ κρογιαλιά. π τ ψωμα το γίου Νικολάου (181 μέτρα), στό μάτι το βορριά, βλέπω τν καρία, κα μ μελτέμι μία θάλασσα κατάστικτη π πιτσιλίσματα κα μαστιγωμένη π σπρο φρό. Θύμηση τς πτώσης το ΄κάρου;

1960

       Βολεύτηκα σ΄να σπρο σπίτι στή Σκάλα, τ χωριουδάκι το γιαλού. Νοίκιασα λόκληρο τ πρτο πάτωμα π μία οκογένεια ψαράδων, μπαλκόνι, μεγάλο δωμάτιο ,κουζίνα κα μπάνιο. τιμ ποκαρδιώνει οονδήποτε συναγωνισμ κι κομα κα νας συγγραφέας  μπορε να στεγάσει σ΄ατό τις πι τρελς πιθυμίες του. νεψιά το σπιτιού, Κούλα, ρχεται κάθε πρω κα κάνει τ σπίτι. Πού θέλει νά πει τι φο ξεσκονίσει γιά πέντε λεπτά, μετ φήνεται νά παρασυρθε γιά κουβέντα στό ντιβάνι. π τν πρώτη φορά πού τν εδα, τς λέω: «πάμε σήμερα τ βράδι νά κολυμπήσουμε στόν Ταρσανά:» Μ κοίταξε μ τ λαμπερ μάτα της πού δέν πόφευγαν τ δικά μου κα ποκρίθηκε: «χ, κα νά μπορούσα, κύριε Ζάκ!»
          Μιά κα εμαι στήν Πάτμο, επα πώς καλύτερα νά τελειώνω μία ρα ρχύτερα μ τν ποκαλύψ. Τν πομένη, π τ χαράματα, νηφορίζω στή Χώρα. σπηλι το γίου ωάννη, που ζησε σν ρημίτης, βρίσκεται καταμεσς στήν πλαγιά. Σο δείχνουν, κυκλωμένες μ΄ σήμι, τς δυο γοβες που κουμποσε τ χέρια κα τ κεφάλι του. πάρχει να μικρ εκονοστάσι που παριστάνεται κοίμηση το γίου, καντήλια, κηροστάτες, λα τ πιχρυσώματα τς προκατάληψης πού νομάζουμε ελάβεια. Ατ τ μέρος, που γράφτηκε να π τ ραιότερα κείμενα το κόσμου (να π’  ατά πού μάς κάνουν νά ταξιδεύουμε, χι  π κενα που διαβάζουμε ταξιδεύοντας), μοια μ΄ λα τ ντίστοιχα μέρη χει γίνει λειψανοθήκη νεκρν ναμνηστικν. ΄μως τοτο δω τ μέρος, περισσότερο π΄ ποιοδήποτε λλο, πρεπε νά ΄χε μείνει γυμνό. Κοιτάζοντας τν Πάτμο π τή σπηλιά, διερωτσαι πς μπόρεσε ΄γιος ωάννης νά νιώσει τν γωνία το κόσμου σ΄ να τέτοιο πέροχο μέρος. Φαίνεταί πώς καμι μορφι δέν τανε πι καν να τν γγίξει, να τν συμφιλιώσει μ΄ να σύμπαν πού πίστευε τοιμοθάνατο. Κα ατ τ νθρώπινο κα θεϊκ δρμα, γιά τ ποο ο χριστιανο δέν πάψαν στή συνέχεια νά κστασιάζονται, τος  πόκλεισε γιά αἰῶνες π κάθε ντίληψη μορφιάς. Ξωκλήσια, κκλησιές, μητροπόλεις, ταν πληροφορήθηκαν τι κόσμος θ συνεχίσει, μόνον τότε μνησαν τή δόξ το Θεο μ τις ζωγραφις κα τ κιονόκρανα τούς. πως λα δείχνουν, δέν εχε καθήσει τν μορφι στα γόνατά του  ΄γιος ωάννης λλ τ Θηρίον τ κόκκινον.
 ΄πως εναι ατονόητο, τν στορία τν νίσχυσε θρλος. Ντάπερ, νας λλανδς ναυτικός πού πισκέφθηκε τν Πάτμο τν XVII  αἰῶνα, λέει στο μερολόγιο το πλοίου του:
«Ο κάτοικοι διηγονται τι έδώ πάρχει μία συκιά πού ο καρποί, πάνω στά κλάρια της, χουν γραμμένο π τή φύση πάνω τους τή λέξη ποκαλύψ …Διηγονται κόμη τι στό γειτονικ μικρ μοναστρι (στό σπήλαιο  τς ποκαλύψεως) μπορες νά δες να νθρώπινο χέρι πού μεγαλώνουν τ νύχια του πως τν ζωντανν νθρώπων καί πού ταν το τ κόβουν, ατ ξαναγίνονται μετ π λίγο καιρό. Ο ΄λληνες λένε τι εναι τ χέρι μ τ ποο ΄γιος ωάννης γραψε τν ποκαλύψ κα ο Τούρκοι σχυρίζονται πώς νήκει σ΄ ναν π τος δικος τους προφτες».
……………………………………………………………………………………
Τ ράματα τς ποκαλύψς έδώ δ δίνουν σ κανέναν φιάλτες. Δυό φορς τν βδομάδα τ κρουαζιερόπλοια δειάζουν διακοσίους μ τριακοσίους τουρίστες πού ρμάνε πρς τ μοναδικ ταξί το νησιο τ μουλάρια πού θ τος νεβάσουν στή Χώρα. Κα ταν πισκεφθον τή σπηλι κα τ μοναστρι, πιστρέφουν στό πλοο τους που τρνε γιά βράδι κα περννε τή νυχτι τους χορεύοντας. Τς νύχτες, ταν χει  μπουνάτσα, ταν θάλασσα εναι γυαλί, κούω π τ μπαλκόνι μου τ φλον-φλον το χορο τους, τ ταγκ κα τ τσα-τσα, γέλια, χειροκροτήματα. Κάποιος χαριτωμένος animateur θ πρέπει νά εναι στό πλοο. Στην ρχή, ατς ο μουσικς μ νευρίαζαν. Νά  ΄θες στήν Πάτμο γιά νά χορέψεις τσα-τσα-τσα! ΄που νά ΄ναι, ατο ο χαριτωμένοι animateurs θ διοργανώσουν χορευτικς βραδις στόν Γολγοθά, κυνήγια θησαυρν στή Βηθλεέμ, τ παιχνίδι τν χιλίων φράγκων στό να το Σολομντος! λλ γιατ νά νευριάζω γιά παρόμοια μικροπράγματα; Λέω μέσα μου τι κατ βάθος, Πάτμος θ ταν τ δανικ μέρος για να συνέδριο μελλοντολογίας.
     ρχίζω να κάνω μερικος φίλους: Θανάσης, παγωτατζής, πού τίς μέρες πού χει φιξη (ννοε τος τουρίστες) σπρώχνει μ πεσμα στό λιμάνι τ καρότσι του, στολισμένο μ τ κοχύλια κα τ πολύχρωμα βότσαλα πο τ παιδι του (χει τρία παιδι) πάνε κα το μαζεύουν το ψαρεύουν στή θάλασσα. Για να προσελκύσει πελάτες φυσάει μία πελώρια μπουρού. Μ τ φουσκωμένα μάγουλά του, τ βυσσιν του πρόσωπο, τ λιγδιασμένο κασκέτο πάνω στό κεφάλι του μ κάνει νά σκέπτομαι να σύγχρονο Αολο. Θ πρέπει νά τ γράψω κάποτε ατ τ νεομυθικ κείμενο:  Αολος παιδ το γκαράζ, πιφορτισμένος νά φουσκώνει λάστιχα.
  γωγιάτης Θωμς  εναι νας σβησμένος, ντροπαλός, σκιαγμένος  σχεδν νθρωπος. Μιλ μ μιά μαλακιά, πνιγμένη φων κα τ χέρια του, σταμάτητα,  κάνουν τν λληνικ χειρονομία πού δηλώνει τ μοιραο – φοχτες στραμμένες  στόν ορανό.  Βέβαια ζω εναι δύσκολη, κανες μως δέν τν ποχρέωσε νά κάνει ντεκα παιδι στή γυνακα του! Τς προάλλες, κε πού πίναμε παρέα τ οζα μας στό λιμάνι, κοίταξε μ τέτοια λαχτάρα τ θαλασσ μπαμπακερό μου πουκάμισό πού, μ΄ πος μ΄ ργον, τ βγαλα κα το τ ΄δωσα. Πρτος γ ξαφνιάστηκα μ΄ ατ τή χειρονομί μου πού κατ κάποιον καθόριστο τρόπο κάτι κάποιον μού θύμιζε, λλ βέβαια! τν ΄γιο Μαρτίνο! Μ τή διαφορά τι γ δωσα λόκληρο τ πουκάμισο, χι κομμένο στά δυό. Σ κάθε μου ταξίδι, λο κα κάποιο ροχο το φέρνω π τή Γαλλία γιά τ παιδι του: τρικό, σουέτερ, πουκάμισα. Κα μ διασκεδάζει νά τ ξαναβρίσκω το χρόνου φορεμένα π κάποιον π τος μικροτέρους Θωμάδες, πο το τ περννε ο μεγαλύτεροι.. Μ εχαριστε ατ δέα.΄Ακόμα κα σήμερα, κάποιος Θωμς θ πρέπει νά πάρχει στήν Πάτμο πού νά φοράει κόμη τ πουκάμισά του.
 Πάνε λίγες μέρες, μουν μόνος στήν παραλία, στήν κρια το λιμανιού, μετ τ παγοποιεο κα τ παρέκκλησι το γίου ωάννη. Δύο τ μεσημέρι, νας ορανς χωρς συννεφα κα λιος π λιωμένο μολύβι. Κα πάλι, στή θύμησή μου, νας στίχος το λύτη:
Κόκκινες ψαροβαρκες πι μακρι ς τή θύμηση
΄λυτρα χρυσ το Αγούστου στο μεσημεριάτικο πνο ….
Μπροστά μου, τρία κοριτσάκια παίζουνε στό νερό. Πίσω, π τ γειτονικ σπίτι, ρχεται μυρωδι π τηγάνισμα. μητέρα φωνάζει τίς τρείς κόρες της μ΄ ατ τν περοξεα φωνή πού χουνε ο νησιώτισσες: « Βάσω, ντιγόνη, λένη, λτε μέσως γιά φαΐ». Τ δυό κορίτσια τρεξαν μέσως. Τ τρίτο ξακολούθησε τ παιχνίδι του στό νερό. Σ πέντε λεπτ μάνα ξαναβγκε, πηυδησμένη,  κα βάλθηκε νά ορλιάζει: «ντιγόνη! Θ  ΄θεις γιά φαΐ να χι; Πάντα το κεφαλιού σου».

1961

  Χώρα τς Πάτμου, Πάνω Πόλη, χει τ πι μορφα σπίτια το νησιού. Εθυμία, γυνακα το καφετζή, θ μ πάει νά δ δύο π΄ ατά, τ να μάλιστα εναι γιά πούλημα. Σ μερικά, δουλεμένες κασέλες, ζωγραφισμένα χωρίσματα, παλαι πορτραίτα, πάλινα λαμπογυάλια, νας λόκληρος κόσμος περασμένης πολυτελείας πού μού θυμίζει τ γερασμένα σαλόνια στόν ΄θω. Ο προσόψεις, μ τν καμάρα στήν εσοδο, τ παράθυρα μ τος παραστάδες, σο φέρνουν στό νο πλούσια ταλικ σπίτια. λλ στό σωτερικ ξαναβρίσκεις ατ  τή χαρακτηριστική ρχιτεκτονική τν λληνικν σπιτιών πού περιέγραψε Τουρνφρ τν XVIII  αἰῶνα, ταν πισκέφθηκε τ νησ κα μέτρησε κτακόσια σπίτια. Μεταξ λλων, κα ατ τ χωρίσματα π σκαλιστ ξύλο, δουλεμένα, στολισμένα μ λουλούδια κα πουλιά, πο πομονώνουν π τ κυρίως δωμάτιο τν περυψωμένη γωνία που βρίσκεται σοφάς. Ψηλ π τ παράθυρο βλέπεις τς σπρες ταράτσες τς πόλης, τος ξερος κάμπους μ τις πορτοκαλις κα τ νησι ρκο κα Λείψοι, ς τν τουρκικ κτή.
 Μέσα στό Μοναστρι πάρχει να παραξενο παρέκκλησι φιερωμένο στόν ΄γιο Βασίλειο, πο τή μία πλευρ του τν σκεπάζουν λόκληρη ο τοιχογραφίες που παριστάνουν μία πιδρομ Φράγκων στο λιμάνι τς Πάτμου. Βλέπεις σ΄ ατές, δεκάδες σκαρι λων τν εδν κα Φράγκους μ πανοπλίες. Ατς ο τοιχογραφίες φέρνουνε στό μυαλ τη λεηλασί το Βενετο Μοροζίνι πού τν XVII αἰῶνα ρήμωσε τ νησ κα κατέστρεψε λα τ καράβια το λιμανιού. Κα καταλαβαίνομε καλύτερα γιά ποιό λόγο ζω σ κείνα τ χρόνια τν πειρατν κα τν κουρσάρων ταν πάντα συγκεντρωμένη σ μία Πάνω Χώρα, μόνο προστατευμένο σημεο π τος χθρούς πού ξέβραζε θάλασσα.
 Χθές, πήρα π τ λιμάνι μία βάρκα κα πήγα στόν Κάμπο, κάνοντας τσι σχεδν λο τ γύρο το νησιού. π ΄κεί, μέσα π τος ξερος λόφους πέρασα πάνω π τ μικρ ρημητήρι το πολλο κα φτασα στην νατολικ παραλία, κα κόβοντας πρς τν βορριά, στην μμουδι το ΄ρμου τς Λάμπης που βρίσκω τίς πολύχρωμες πέτρες πού μαζεύω κάθε χρονιά. Τ νόματα τν ψωμάτων διηγονται τν στορία τς φύσς σν να περιγράφουν μέρη παραμυθού: περνάω, μ τή σειρ, ατά πού μεταφράζω σν Καβουροκαμινάδα, Κάβο το Γεράνου, Φωλι Πουλιού, Φορνο τν Γρύλλων. Στίς πλαγις τους, βαθμιδωτά, σπρα ξωκκλήσια, ραιότερα π΄ τι στή νότια πλευρ το νησιού, γύρω π τ μοναστρι: Παναγία Γεράνου, ΄γιος Παντελεήμων, ΄γιος Γιώργης, ΄γιος Δημήτρης. Κομπολόι π δροσις που εναι ραία νά ξαποσταίνεις μέσα σ΄ να ρωμα π ξεθυμασμένο λιβάνι. Κατόπιν, καθς κατηφορίζω πρς τν κτή, διασχίζω τν κοιλάδα τν Καλογέρων, τν Κόκκινο Κάβο, τή Μικρή Μυρτιά, τν ητοφωλιά. βλάστηση δω, εναι πι πλούσια. Γύρω, μυρίκια, συκιές (πού στούς καρπος τους μως δέν εναι γραμμένη λέξη ποκαλύψ), πορτοκαλιές. Σ΄ να π τ λευκ σπίτια – πλά καλύβια μέσα στά περιβόλια – συναντ να γάλλο σπουδαστ τς ωσικς Θεολογικς Σχολς το Παρισίου, πο ρχεται κάθε καλοκαίρι να ζήσει σν ρημίτης πάνω π τν κόλπο το Γροίκου.
 Κα τ βράδι, τσακισμένος π τν κούραση, τη ζέστη, τή σκόνη, θεόκουφος π τ τραγούδι τν γρύλλων πού χω ζωνταν μέσα στ΄ ατιά μου, ξαναβρίσκω τή δροσι τς Σκάλας κα τή μπουρο το Θανάση.

1962

Κάθε πρωί, π τς πέντε, πιάνω νά δουλεύω στό καφενεδάκι πού βρίσκεται στήν κρη το λιμανιο κοντ στήν κκλησία τν γίων ναργύρων. καφετζς παρουσιάζεται κατ τς ξι, λλ καθς ξέρει τίς συνήθειές μου, μο φήνει να τραπέζι ξω μ μία καρέκλα, κάτω π να μυρίκι. Μεταφράζω τος μύθους το Ασώπου γιά ναν παρισιν κδοτικ οκο. Ζω νειρεμένη: π τν αγ μέχρι τς ννέα ζ μ τος μύθους, τ ζά πού μιλάνε, κι ατ τν παραδοσιακ λληνικ  σοφία πού βρίσκεις σ΄ λους τος δρόμους πού γειτονεύουν μ τν νατολή. Στίς ννιά, τέλος ργασία: λη μέρα εναι δική μου γιά νά κοιμάμαι νά κόβω βόλτες. καφετζς εναι νας μικροσωμος νθρωπάκος μ’  να τέλειο φαλακρ κρανίο, πο αωνίως χαμογελάει κα βιάζεται. Δέν προφταίνει ν΄ νοίξει τ μαγαζ του κι χω μπροστά μου να χνιστ μέτριο μ δυ φρυγανιές. Κατόπιν, ταν δέν πάρχει λλος πελάτης, ρχεται κα κάθεται καμι φορ πλάι μου κα μ κοιτάζει κε πού δουλεύω: «γράφεις, γράφεις, λο γράφεις, μ τ γράφεις;» μ ωτάει. Το μιλ γιά τν Ασωπο, τν πρόγον του, πο γραψε μύθους πρν π πάρα πολλ χρόνια κα το διαβάζω – πασχίζοντας νά μεταφράσω τ ρχαα λληνικ σ νέα – τ μύθο πάνω στόν ποο ργάζομαι. Τ θέμα ταιριάζει κουτί: τίτλος, Ο ΜΕΘΥΣΟΣ.
Μία γυνακα ταν παντρεμένη μ΄ να μεθύστακα. Γιά νά τν γιατρέψει π΄ τ πιοτό, δού τί σκαρφίστηκε: μία μέρα πού  ντρας της τανε τέζα π τ μέθυσι, τν σήκωσε στούς μους, τν πγε στό νεκροταφεο, τν παράτησε κατ γς κα σηκώθηκε κι φυγε. ΄ρχεται στά σύγκαλ του  νθρωπος, κούει νά βροντάνε στήν πόρτα το νεκροταφείου. «Ποος εναι;» ωτάει,»γώ πού φέρνω φαΐ στούς νεκρος» ποκρίνεται  γυνακα. «Μή μού μιλς γιά φαΐ» λέει ντρας, «μν΄ φέρε μου κάτι να πιώ». Τότε γυνακα ρχισε νά κτυπιέται κα νά φωνάζει: « χ, μοίρη γώ! Σ τίποτα δεν φέλησε πονηρία μου φο ντ νά σ γιατρέψει, τ βίτσιό σου θέριεψε κι  φτασες νά θέλεις νά πιες κα μέσα στούς πεθαμένους».
  καφετζς κουσε μ πολλ προσοχ κείνη τν στορία, κα μ πολλ σοβαρότητα. λλ πρόσθεσε να θικ δίδαγμα πού δέν εχε προβλέψει Ασωπος: «Μωρέ, καλ τ λέει! Μόνο ο γυνακες θ μπορούσαν νά σκαρφιστον τέτοια πράματα!  Νά πάει τν ντρα της στό Νεκροταφεο! Ετυχς, γ εμαι ργένης», καταληξε σν καθησυχασμένος.
 πέναντι κριβς π΄ τν Πάτμο πάρχουνε δύο νησιά: ο ρκο κα ο Λειψοί……..

ΠΗΓΗ: «Τ λληνικ καλοκαίρι» το Jacgues Lacarriere,  μεταφράσ  ωάννας Δ. Χατζηνικολή, (4ης κδοση), κδόσεις Ι. Χατζηνικολή, 1980

Σημείωση: Κατ τν ντιγραφ διατηρήσαμε τν ρθογραφία του ανωτέρω κειμένου

1 σχόλιο:

  1. Κάθε που διαβάζω αποσπάσματα αυτού του βιβλίου, με την τόσο ζωντανή μετάφραση, αναγαλιάζει η ψυχή μου. Ευχαριστώ που μου δίνετε αυτήν την ευκαιρία! Εύχομαι καλή συνέχεια στην τόσο πετυχημένη προσπάθειά σας και ελπίζω να μην σας πτοούν τα εμπόδια που ίσως θα συναντάτε στην πορεία αυτού του έργου σας.
    Από την όμορφη Θεσσαλονίκη με αγάπη
    Σούλα Τρίγκα-Γιαλελή

    ΑπάντησηΔιαγραφή